ΚΕΙΜΕΝΟ
“Διό ἀφέντες τὸν τῆς ἀρχῆς τοῦ Χριστοῦ λόγον ἐπὶ τὴν τελειότητα φερώμεθα, μὴ πάλιν θεμέλιον καταβαλλόμενοι μετανοίας ἀπὸ νεκρῶν ἔργων, καὶ πίστεως ἐπὶ Θεόν, βαπτισμῶν διδαχῆς, ἐπιθέσεώς τε χειρῶν, ἀναστάσεώς τε νεκρῶν καὶ κρίματος αἰωνίου.”
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
“Ἀφοῦ λοιπόν πρό πολλοῦ εἶσθε μαθηταί τοῦ Χριστοῦ, διά τοῦτο ἄς ἀφήσωμεν τά στοιχειώδεις διδασκαλίας περί Χριστοῦτ, πού εἶναι διά τούς ἀρχαρίους , καί ἄς προχωρῶμεν πρός τήν τελειοτέραν διδασκαλίαν. Καί ἄς μή θέτωμεν πάλιν θεμέλιον ἀρχίζοντες ἀπό τήν μετάνοιαν διά τά ἔργα τῆς ἁμαρτίας πού νεκρώνουν τήν ψυχήν, καί ἀπό τήν πίστιν εἰς τόν Θεόν, καί ἀπό τήν διδασκαλίαν πού μᾶς διαφωτίζει νά κάνωμεν διάκρισιν τῶν ἰουδαϊκῶν βαπτισμῶν καί πλύσεων ἀπό τό χριστιανικόν βάπτισμα· καί ἀπό τήν διδασκαλίαν περί τῆς ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν, πού γίνεται διά νά μεταδοθοῦν τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καί ἀπό τήν διδασκαλίαν περί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν καί τῆς μελλούσης κρίσεως, εἰς τήγν ὁποίαν θά κριθῇ τό αἰώνιον μέλλον μας” (Ἀπό τήν “ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας” τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση “Ο ΣΩΤΗΡ”).
ΣΧΟΛΙΟ
Στό σημερινό μας ἀνάγνωσμα θά ἀναφέρουμε καὶ ἄλλα ἀκόμη στοιχεῖα τῆς πνευματικῆς ζωῆς μὲ βάθος. Ὅμως εἶναι περισσότερο ἀναγκαῖο νά σημειώσουμε κάποια πράγματα γιὰ τὸ τί πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς.
Πρῶτα-πρῶτα εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητο νὰ κάνουμε μιὰ σωστὴ ἀξιολόγησι τῶν πραγμάτων. Νὰ δοῦμε δηλαδὴ ποιὰ ἔχουν τὴν πρώτη θέσι στὴ ζωή μας. Ἂν σκεφθοῦμε μὲ ἁπλῆ λογική, δὲν θὰ δυσκολευτοῦμε νὰ καταλήξουμε στὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ πρῶτο καὶ βασικὸ πρᾶγμα εἶναι ἡ σωτηρία μας. Ἑπομένως αὐτὸ εἶναι ἡ βαθειὰ πνευματικότητα, τὸ νὰ κάνουμε τὴν ὑπόθεσι τῆς σωτηρίας μας κύριο ἔργο τῆς ζωῆς μας. Ὅπως πολὺ ὡραῖα τὸ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου τὸ ἔργο εἶναι «πρὸς ἓν μόνον βλέπειν, τὴν σωτηρίαν» (P.G. 35, 1012), δηλαδὴ τὸ νὰ ἔχῃ μιὰ μόνο ἐπιδίωξι, τὴν σωτηρία του, καὶ κάθε τι ποὺ ὁδηγεῖ σ’ αὐτὴν νὰ τὸ θεωρῇ μέγα, κάθε δὲ ἀντίθετο νὰ τὸ περιφρονῇ «ὡς μηδενὸς ἄξιον», ὡς τιποτένιο. Μὴν χάνουμε τὸν καιρὸ καὶ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μας σὲ πράγματα ἄχρηστα καὶ ἀνούσια. Νὰ στραφοῦμε στὸν ἑαυτό μας, στὴν ψυχή μας. Σωστὰ εἰπώθηκε ὅτι εἶναι πιὸ πολλὰ καὶ πιὸ σημαντικὰ αὐτὰ ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε μέσα μας παρὰ γύρω μας. Εἶναι ἀνάγκη νὰ γνωρίσουμε καλὰ τὸν ἑαυτό μας. Πολλοὶ δυστυχῶς δὲν τὸν γνωρίζουμε καθόλου. Δὲν γνωρίζουμε τὶς ἀδυναμίες μας. Δὲν συναισθανόμαστε τὴν ἀθλιότητά μας. Γι’ αὐτὸ καὶ εὔκολα παρεξηγούμαστε ὅταν μᾶς ὑποδείξῃ κάποιος τὰ λάθη μας. Αὐτὸ ἀποδεικνύει ὅτι δὲν ἔχουμε πνευματικὸ βάθος, ἡ πνευματική μας ζωὴ εἶναι ἐπιφανειακή, νηπιακή.
β) Βαθύτερη πνευματικότητα ἀποκτοῦμε μὲ τὸ νὰ φροντίζουμε νὰ ἔχουμε μέσα μας τὴν πηγὴ τῆς πνευματικότητος, τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Θεό μας. Πῶς θὰ τὸ ἐπιτύχουμε αὐτό; Θὰ τὸ ἐπιτύχουμε, ἂν ἔχουμε ζωντανὴ ἐπικοινωνία καὶ σχέσι μὲ τὸν Θεό. Ζωντανὴ ὅμως σχέσι σημαίνει κάτι παραπάνω ἀπὸ τὴν νηπιακὴ κατάστασι, ὅπου γίνονται ἀπὸ συνήθεια κάποια θρησκευτικὰ καθήκοντα, ὅπως αὐτὰ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. Σημαίνει νὰ ἔχουμε προσωπικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Δημιουργό μας. Σημαίνει νὰ ἀγωνιζώμαστε πολὺ γιὰ νὰ καθαρίζεται ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὰ πάθη, τὸν ἐγωισμό, τὸν φθόνο, τὶς ἀντιπάθειες, τὴν φιλοχρηματία καὶ τόσα ἄλλα, καὶ νὰ γίνεται κατοικία τοῦ Κυρίου. «Γενώμεθα πνευματικοί, γενώμεθα ναὸς τέλειος τῷ Θεῷ», μᾶς παραγγέλλει ἕνα σπουδαῖο πρωτοχριστιανικὸ κείμενο, ἡ ἐπιστολὴ Βαρνάβα. Πνευματικοὶ σημαίνει νὰ ἔχουμε μέσα μας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν ἴδιο τὸν ἐν Τριάδι Θεό μας. Αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν. Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς τοὺς πιστοὺς δυστυχῶς κάνουμε τὸ λάθος νὰ προσκολλώμαστε πολὺ σὲ ἀνθρώπους (κυρίως τοὺς πνευματικούς μας) καὶ ξεχνοῦμε τὸν Θεό. Θὰ συμβουλευώμαστε ἀσφαλῶς μὲ προσοχὴ πολλὴ τοὺς πνευματικούς, μὴν προσκολλώμαστε ὅμως παθολογικὰ σ’ αὐτούς. Διότι ἔτσι μένουμε διαρκῶς νήπια, δὲν ἀποκτοῦμε προσωπικὴ ζωντανὴ σχέσι μὲ τὸν Κύριο. Οἱ πνευματικοὶ ὑπάρχουν γιὰ νὰ μᾶς συνδέουν μὲ τὸν Κύριο καὶ ὄχι μὲ τὸν ἑαυτό τους. Κοντὰ στοὺς πνευματικοὺς εἶναι ἀπαραίτητο νὰ καλλιεργοῦμε ζωντανὴ προσωπικὴ σχέσι μὲ τὸν Θεό. Χρειάζεται νὰ ἔχουμε βάθος, ἐσωτερικὴ ζωή, ἐμπειρία προσωπικὴ τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Πάνω σ’ αὐτὸ τὸ πολὺ σημαντικὸ θέμα ὅμως, τῆς ἀνάγκης νὰ στραφοῦμε μὲ ὅλη μας τὴν ψυχὴ πρὸς τὸν Θεό, θὰ ποῦμε περισσότερα στὴν ἑπόμενη συνάντησί μας.
Τὸ ἱερό μας κείμενο αὐτὴ τὴ φορὰ μᾶς φωνάζει ὅτι δὲν πρέπει νὰ μένουμε ἱκανοποιημένοι ἀπὸ τὴν πνευματική μας κατάστασι. Μᾶς παρακινεῖ ἔντονα νὰ ἀφήσουμε τὴν νηπιακὴ κατάστασι, νὰ γίνουμε ὥριμοι πνευματικῶς. «Ἐπὶ τὴν τελειότητα φερώμεθα», μᾶς λέγει. Νὰ προχωροῦμε. Μὴν μένουμε στάσιμοι. Μὴν μένουμε διαρκῶς στὴν ἴδια τάξι, στὰ νήπια. Νὰ ἀγωνιζώμαστε νὰ γίνουμε τέλειοι. Νὰ ἐπιδιώκουμε νὰ γνωρίζουμε βαθύτερα καὶ οὐσιαστικώτερα τὴν πίστι μας καὶ νὰ ἀποκτοῦμε βαθειὰ ἐσωτερικὴ ζωή.