ΚΕΙΜΕΝΟ
“Προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν”
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
“Ἀφοῦ δέ τέτοιος εἶναι ὁ Ἀρχιερεύς μας, ἄς πλησιάζωμεν λοιπόν μέ θάρρος καί ἄφοβον πεποίθησιν πρός τόν βασιλικόν θρόνον του, ἀπό τόν ὁποῖον ἐκπηγάζει ἡ χάρις, διά νά λάβωμεν συγχώρησιν διά τάς ἁμαρτίας μας καί διά νά εὕρωμεν εὔνοιαν καί δωρεάς, πού θά μᾶς δώσουν βοήθειαν ἐπίκαιρον εἰς κάθε κρίσιμον ὥραν πειρασμοῦ” (Ἀπό τήν “ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας”, ἔκδοση “Ο ΣΩΤΗΡ”)
ΣΧΟΛΙΟ Γ´(συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)
Ἂς δοῦμε λοιπὸν καὶ ἐμεῖς τώρα γιατί ἡ ἀπελπισία γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιὰ τὴν μετάνοια καὶ τὴν σωτηρία μας ;
Ἡ ἀπελπισία γιὰ τὰ ἁμαρτήματά μας εἶναι δαιμονικῆς προελεύσεως. Εἶναι τὸ μεγαλύτερο ὅπλο τοῦ διαβόλου, μὲ τὸ ὁποῖο προσπαθεῖ νὰ καταστρέψῃ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ εἶναι ὅπλο ὕπουλο καὶ φοβερό. Γιατί; Διότι ἐκμεταλλεύεται τὴν πιὸ μεγάλη ἀρετὴ γιὰ νὰ τὸν καταστρέψῃ. Ὁ διάβολος γνωρίζει τὴν εὐαισθησία τῶν πιστῶν Χριστιανῶν στὴν ἁμαρτία καί, ἢ προσπαθεῖ νὰ τοὺς κάνῃ ἀναίσθητους, ὥστε νὰ ἁμαρτάνουν χωρὶς φόβο, ἢ τοὺς σπρώχνει σὲ κάποιο ἁμάρτημα καὶ τοὺς ὁδηγεῖ σὲ ὑπερβολικὴ λύπη. Τώρα», λέγει στὸν πιστὸ ποὺ παρασύρθηκε καὶ ἁμάρτησε, δὲν ὑπάρχει σωτηρία γιὰ σένα. Πόσες δωρεὲς σοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεὸς στὰ τόσα χρόνια ποὺ εἶσαι μέσα στὴν Ἐκκλησία του, καὶ ἐσὺ νὰ φτάσῃς νὰ ἁμαρτήσῃς μὲ τέτοιο τρόπο, δὲν συγχωρεῖσαι μὲ τίποτε. Τί δουλειὰ ἔχεις τώρα στὴν Ἐκκλησία ἐσύ; Ἐσὺ εἶσαι ἕνας ὑποκριτής, ἕνας φαρισαῖος. Λοιπὸν τί κάθεσαι; Γιατί κοροϊδεύεις καὶ τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους; Φύγε τουλάχιστον γιὰ νὰ μὴν εἶσαι ἕνας ἄθλιος ἐμπαίκτης». Τέτοια καὶ παρόμοια λέγει ὁ διάβολος στοὺς πιστοὺς ποὺ γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο ἁμαρτάνουν, καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τοὺς σπρώχνει στὴν ἀπελπισία καὶ τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ ἅγιοι πατέρες ὀνομάζουν τὸν πονηρὸ μυρμηκολέοντα. Διότι, προκειμένου νὰ παρασύρῃ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἁμαρτία, τοῦ τὴν παρουσιάζει ἀσήμαντη, μικρὴ σὰν τὸ μυρμῆγκι. Ὅταν ὅμως πετύχῃ νὰ τὸν κάνῃ νὰ ἁμαρτήσῃ, τότε τοῦ τὴν παρουσιάζει μεγάλη καὶ φοβερὴ σὰν λιοντάρι, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσῃ στὴν ἀπόγνωσι καὶ στὴν ἐγκατάλειψι τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος.
Δεύτερον, ἡ ἀπόγνωσι εἶναι καὶ δεῖγμα ἐγωισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Διότι δείχνει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὅτι ἐξαρτᾷ τὴν σωτηρία του ὄχι ἀπὸ τὴν χάρι καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν δικό του ἀγῶνα καὶ τὶς ἀρετές του. Αὐτὸ ὅμως εἶναι τραγικώτατο λάθος. Δὲν σωζόμαστε μὲ τὶς δικές μας ἀνύπαρκτες δυνάμεις καὶ ἀρετές. Τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μᾶς σώζει. Ἡ θυσία τοῦ Κυρίου μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὰ πλήθη τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ἐμεῖς τὴν ἐλευθερία μας μόνον προσφέρουμε στὸν Θεόν, τὴν θέλησί μας νὰ δεχτοῦμε τὸ φάρμακο ποὺ μᾶς προσφέρει.
Ἑπομένως μακριὰ ἀπὸ τὴν δαιμονικὴ καὶ ἐγωιστικὴ ἀπόγνωσι, ἡ ὁποία κατέστρεψε τόσους καὶ ἰδιαιτέρως τὸν Ἰούδα. Μᾶς προξενεῖ, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, χειρότερα κακὰ ἀπὸ τὴν ραθυμία: «χείρονα τῆς ραθυμίας ἡμᾶς ἡ ἀπόγνωσις ἐργάζεται κακά» (Χρυσοστόμου, Περὶ μετανοίας Α΄, P.G. 49, 282). Νὰ ἔχουμε τὴν ἐλπίδα τῆς συγχωρήσεως καὶ τῆς σωτηρίας μας μόνον στὸ ἔλεος καὶ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Κυρίου. «Ἐκακώθημεν διὰ τῆς ἁμαρτίας; Ἰαθῶμεν διὰ τῆς μετανοίας» (Χρυσοστόμου, Περὶ νηστείας Α΄, P.G.31,168).
Τὸ συμπέρασμα εἶναι πλέον ὁλοφάνερο. Ὅλοι ἁμαρτάνουμε, καὶ τὰ ἁμαρτήματά μας καὶ τὰ λάθη μας καὶ πολλὰ εἶναι καὶ συχνὰ πολὺ μεγάλα.
Ἀλλὰ τὸ μεγαλύτερο ἁμάρτημα καὶ λάθος εἶ ναι νὰ νομίσουμε ὅτι τὰ ἁμαρτήματα καὶ τὰ λάθη μας δὲν διορθώνονται. Λοιπόν, μέσα στὴν ᾿Εκκλησί α, ὅπου εἶναι παρὼν ὁ Χριστός, μὲ τὴν μετάνοια ὅλα διορθώνονται. ῞Ολα!
Μὴ ξεθαρρεύουμε καὶ μὴν ἐξοικειωνώμαστε μὲ τὴν ἁμαρτία. Ἀλλὰ καὶ μὴ μᾶς ἀπελπίζουν οἱ πτώσεις μας. Ὁ θρόνος τοῦ Κυρίου μας δὲν εἶναι θρόνος σκληροῦ τυράννου, ἀλλὰ θρόνος εὐσπλάγχνου καὶ ἐλεήμονος βασιλέως. Διότι ὁ θρόνος του εἶναι ὁ Σταυρός του, πάνω στὸν ὁποῖο θανατώθηκε ἐκεῖνος γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Ἑπομένως νὰ καταφεύγουμε διὰ τῆς μετανοίας μὲ θάρρος σ’ αὐτὸν τὸν θρόνο, γιὰ νὰ παίρνουμε τὴν λυτρωτικὴ χάρι τῆς συγχωρήσεως καὶ πλούσια βοήθεια στὸν ἀγῶνα μας.