ΚΕΙΜΕΝΟ
“Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς”
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
“Ἔτσι σἄν ἄλλος λύχνος καλά τοποθετημένος ἄς λάμψῃ τό φῶς τῆς ἀρετῆς σας ἐμπρός εἰς τούς ἀνθρώπους, διά νά ἴδουν τά καλά σας ἔργα καί δοξάσουν διά τά ἐνάρετα καί ἄγια παιδιά του τόν Πατέρα σας, πού εἶναι μέν πανταχοῦ παρών, ἀλλά ἐξαιρετικά φανερώνει τήν παρουσίαν του εἰς τούς οὐρανούς” (Ἀπό τήν “ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας” τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση “Ο ΣΩΤΗΡ”).
ΣΧΟΛΙΟ
Πολλὴ σύγχυσι ἐπικρατεῖ σήμερα στὸν κόσμο. Πνευματικὴ ὀμίχλη, πυκνὴ καὶ ἀδιαπέραστη, θολώνει τὴ σκέψι τῶν ἀνθρώπων καὶ δὲν μποροῦν νὰ διακρίνουν τὸ σωστό. Ἡ σύγχυσι αὐτὴ ἐπικρατεῖ στὴν κοινωνικὴ ζωή, εἶναι ὅμως ἐμφανέστερη στὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους. Ὁ κύριος δὲ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ πρόβλημα αὐτὸ ἐμφανίζεται ἔντονο στὴν ἐποχή μας εἶναι ἡ ἀπουσία σωστοῦ παραδείγματος.
Ὅταν κανεὶς διδάσκῃ τοὺς ἄλλους μόνο μὲ λόγια, φανερώνει πρωτίστως ὅτι ὁ ἴδιος δὲν πιστεύει αὐτὰ ποὺ διδάσκει. Εἶναι σὰν νὰ φωνάζῃ: «Μὴν προσέχετε αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω. Δὲν εἶναι σωστά. Διότι ἂν ἦταν σωστά, θὰ τὰ ἐφάρμοζα καὶ ἐγώ». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος αὐτοδιαψεύδεται. Μοιάζει, λέγει ὁ ἀββᾶς Ποιμήν, μὲ βρύσι ποὺ ποτίζει καὶ πλένει τοὺς ἄλλους, τὸν ἑαυτό της ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ τὸν καθαρίσῃ: «Ἄνθρωπος διδάσκων, μὴ ποιῶν δὲ ἃ διδάσκει, ὅμοιός ἐστι κρήνῃ ὅτι πάντας ποτίζει καὶ πλύνει, ἑαυτὴν δὲ οὐ δύναται καθαρίσαι». Ὁ λαὸς τὸ λέγει αὐτὸ μὲ μιὰ πολὺ χαρακτηριστικὴ παροιμία: «Δάσκαλε ποὺ δίδασκες καὶ νόμο δὲν κρατοῦσες». Καὶ δὲν εἶναι μόνο ὅτι αὐτοδιαψεύδεται ὁ ἄνθρωπος καὶ βλάπτει τὸν ἑαυτό του, εἶναι κυρίως τὸ ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν τακτική του βλάπτει καὶ τοὺς ἄλλους. Οἱ γονεῖς μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ βλάπτουν τὰ παιδιά τους. Οἱ δάσκαλοι βλάπτουν τοὺς μαθητές τους. Καὶ ὅλοι γενικῶς βλάπτουμε τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συναναστρεφόμαστε. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, θὰ μᾶς ζητηθῇ εὐθύνη ἀπὸ τὸν Θεὸ ὄχι μόνο γιὰ τὰ δικά μας ἁμαρτήματα ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ βλάβη ποὺ προξενήσαμε στοὺς ἄλλους μὲ τὸ κακὸ παράδειγμά μας: «Διὰ τοῦτο οὐ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων, ἀλλὰ καὶ τῆς ἑτέρων βλάβης ἡμεῖς λόγον ὑφέξομεν» (Ὁμιλία Ι΄ εἰς τὴν Α΄ πρὸς Τιμόθεον, P.G. 62, 551).
β) Φανερώνει ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἐφαρμόζει αὐτὰ ποὺ διδάσκει, ὅτι εἶναι ὑποκριτής. Ὁ Χριστός μας ἤλεγξε γι’ αὐτὸν τὸν λόγο αὐστηρὰ τοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς του, διότι «λέγουσι, καὶ οὐ ποιοῦσι» (Ματθ. κγ΄ 3). Διδάσκουν τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς φορτώνουν μὲ βαριὰ φορτία, αὐτοὶ ὅμως δὲν θέλουν οὔτε μὲ τὸ δάχτυλό τους νὰ τὰ κουνήσουν. Ἀντιλαμβάνεται κανεὶς ἔτσι πόσος φαρισαϊσμὸς ὑπάρχει καὶ στὴν ἐποχή μας. Λόγια καταπληκτικὰ καὶ θαυμαστὰ ἀκούγονται πολλὰ ἀπὸ πολλούς. Ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τους ὅμως τὰ διαψεύδει. Κάποιοι ὁμιλοῦν γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη καὶ ἰσότητα, ὅταν ὅμως θίγεται τὸ συμφέρον τους, δὲν ὑπολογίζουν τίποτε.
Τὸ χειρότερο ὡστόσο γίνεται μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ μᾶς τοὺς πιστούς. Εἴμαστε οἱ περισσότεροι εὔκολοι στὸ νὰ ἐπικρίνουμε τοὺς ἄλλους γιὰ τὰ λάθη τους καὶ νὰ διδάξουμε ποιὸ εἶναι τὸ σωστό. Ὅταν ὅμως αὐτὸ τὸ σωστὸ ἔρχεται ἡ ὥρα ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε ἐμεῖς, πολλοὶ τὸ ἀποφεύγουμε. Ἔτσι μιλᾶμε γιὰ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ἀλλὰ ἕναν προσβλητικὸ λόγο δὲν τὸν ἀντέχουμε οὔτε εἴμαστε πρόθυμοι νὰ θυσιάσουμε τὸ δίκαιό μας ἀπὸ ἀγάπη γιὰ κάποιον ἀδελφό μας. Μιλᾶμε γιὰ τὴν κρίσι καὶ τὴ Δευτέρα Παρουσία, καὶ μπορεῖ τὴν ἴδια ὥρα νὰ ἀστειευώμαστε καὶ νὰ γελᾶμε. Ἀκόμη δὲν εἶναι σπάνιο νὰ ἀκούσῃ κανεὶς θαυμάσια λόγια περὶ μυστικῆς ἑνώσεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ θεώσεως, καὶ ταυτόχρονα νὰ βλέπῃ αὐτοὺς ποὺ τὰ λένε νὰ ἐπιδίδωνται σὲ αἰσχρὰ καὶ ἀκάθαρτα ἁμαρτήματα σὰν νὰ μὴ συμβαίνῃ τίποτε.