Τετάρτη 27 Ἰουλίου 2011 Ματθ. ε΄ 16

ΚΕΙΜΕΝΟ 

Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς”

ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

“Ἔτσι σἄν ἄλλος λύχνος καλά τοποθετημένος ἄς λάμψῃ τό φῶς τῆς ἀρετῆς σας ἐμπρός εἰς τούς ἀνθρώπους, διά νά ἴδουν τά καλά σας ἔργα καί δοξάσουν διά τά ἐνάρετα καί ἄγια παιδιά του τόν Πατέρα σας, πού εἶναι μέν πανταχοῦ παρών, ἀλλά ἐξαιρετικά φανερώνει τήν παρουσίαν του εἰς τούς οὐρανούς” (Ἀπό τήν “ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας” τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση “Ο ΣΩΤΗΡ”).

ΣΧΟΛΙΟ Β΄ (συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)

Νὰ ἀγωνιζώμαστε λοιπόν νὰ ἐφαρμόζουμε πρῶτα ἐμεῖς αὐτὰ ποὺ λέμε στοὺς ἄλλους. Ὁ ἀββᾶς Ποιμήν, ποὺ τὸν ἀναφέραμε καὶ προηγουμένως, συνιστᾷ νὰ μάθουμε τὴν καρδιά μας νὰ ἐφαρμόζῃ αὐτὰ ποὺ διδάσκει ἡ γλῶσσα μας: «Δίδαξον τὴν καρδίαν σου τηρεῖν ἃ διδάσκει ἡ γλῶσσά σου». Μὴν ἀρκούμαστε μόνο στὰ λόγια. Τὰ λόγια εἶναι εὔκολα. Εἶναι, λέγει ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, σὰν νὰ βρίσκεται κανεὶς ψηλὰ σὲ ἕνα καμπαναριὸ καὶ νὰ πετάῃ κάτω μεγάλες πέτρες ποὺ εἶναι στοιβαγμένες ἐκεῖ. Τὸ νὰ ἐφαρμόζῃ ὅμως αὐτὰ ποὺ διδάσκει εἶναι σὰν νὰ ἀνεβάζῃ αὐτὲς τὶς βαρειὲς πέτρες στὴν κορυφὴ τοῦ καμπαναριοῦ.

Κανεὶς δὲν θὰ μᾶς κατηγορήσῃ, ἂν δὲν εἴμαστε τέλειοι σὲ ὅλα. Ἄλλο ἡ τελειότητα καὶ ἄλλο ὁ ἀγώνας. Ἡ τελειότητα εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως ἔχει χρέος νὰ ἀγωνίζεται. Ὅταν ἀγωνίζεται, ἀκόμη κι ἂν πέφτῃ καὶ δὲν κατορθώνῃ πλήρως τὴν ἀρετή, εἶναι κερδισμένος σὰν νὰ τὴν εἶχε κατορθώσει, διότι κερδίζει σὲ ταπείνωσι. Καὶ πολλὲς φορὲς εἶναι μεγαλύτερο τὸ κέρδος αὐτό, ἀρκεῖ ὀ ἄνθρωπος νὰ ἀγωνίζεται. Ἂς θυμηθοῦμε ἐδῶ τὴν ἄρνησι τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καὶ θὰ καταλάβουμε πόσο σπουδαῖο εἶναι αὐτὸ τὸ κέρδος. Καὶ ὁ Ἀπόστολος ταπεινώθηκε βαθύτατα καὶ στήριγμα ὅλων τῶν ἀδυνάτων ἔγινε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἦταν ὅμως ἀγωνιστής. Ἔπεσε, ἀλλὰ μετανόησε, ἔκλαυσε πικρῶς.

Τὸ μεγάλο ἐμπόδιο στὸ νὰ ἀγωνιζώμαστε νὰ ἐφαρμόζουμε αὐτὰ ποὺ λέμε εἶναι ἡ φιλαυτία. Δὲν θέλουμε νὰ ζορίσουμε τὸν ἑαυτό μας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι» (Α΄ Κορ. θ΄ 27), δηλαδὴ ταλαιπωρῶ τὸ σῶμα μου καὶ τὸ μεταχειρίζομαι μὲ βία, σὰν νὰ εἶναι δοῦλος μου, μήπως τυχὸν ἐνῶ ἔχω κηρύξει σὲ ἄλλους, ἐγὼ ἀποδειχθῶ ἀνάξιος.