ΚΕΙΜΕΝΟ
“Καὶ ἐν μέσῳ τῶν ἑπτὰ λυχνιῶν ὅμοιον υἱῷ ἀνθρώπου, ἐνδεδυμένον ποδήρη καὶ περιεζωσμένον πρὸς τοῖς μαστοῖς ζώνην χρυσῆν· ἡ δὲ κεφαλὴ αὐτοῦ καὶ αἱ τρίχες λευκαὶ ὡς ἔριον λευκόν, ὡς χιών, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς φλὸξ πυρός, καὶ οἱ πόδες αὐτοῦ ὅμοιοι χαλκολιβάνῳ, ὡς ἐν καμίνῳ πεπυρωμένοι, καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν, καὶ ἔχων ἐν τῇ δεξιᾷ χειρὶ αὐτοῦ ἀστέρας ἑπτά, καὶ ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ρομφαία δίστομος ὀξεῖα ἐκπορευομένη, καὶ ἡ ὄψις αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος φαίνει ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ” (στ΄13-16)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
“Καί εἰς τό μέσον τῶν λυχνιῶν αὐτῶν (εἶδα), προστάτην των καί πηγήν τοῦ φωτός των, πρόσωπον ἔνδοξον πού ὡμοίαζε πρός υἱόν ἀνθρώπου, καί ἐφόρει μεγαλοπρεπές ἔνδυμα, τό ὁποῖον ἔφθανεν ἕως τά πόδια του, καί ἦτο ζωσμένος πλησίον τοῦ στήθους του μέ ζώνην χρυσῆν βασιλικήν. Ἡ κεφαλή του δέ καί αἱ τρίχες της ἦσαν λευκαί σἄν ἄσπρο μαλλί, σἄν χιόνι, διά νά συμβολίζουν, ὅτι καί αὐτός εἶναι σἄν τόν Θεόν παλαιός τῶν ἡμερῶν. Καί τά μάτια τουἦσαν σἄν φλόγα φωτιᾶς, πού φωτίζει ὅλα καί δέν μένει τίποτε κρυμμένον ἐμπρός της. Καί τά πόδια του ὡμοίαζαν κατά τήν λαμπρότητα καί στερεότητα πρός μεταλλικόν μῖγμα χρυσοῦ καί ἀργύρου, σἄν νά ἦσαν καθαρισμένα καί δοκιμασμένα καί χυμένα μέσα εἰς κάμινον, καί ἡ φωνή του ἦτο δυνατή σἄν τήν βοήν πού κάνουν νερά πολλά, ὅταν πίπτουν ἀπό ὑψηλά. Καί εἶχεν εἰς τό δεξιόν του χέρι ἑπτά ἀστέρια, τούς ἐπισκόπους τῶν ἑπτά Ἐκκλησιῶν, τάς ὁποίας αὐτός ὁρίζει καί κυβερνᾶ. Καί ἀπό τό στόμα του ἔβγαινε μάχαιρα δίκοπος κοπτερή, σύμβολον τῆς δυνάμεως τοῦ λόγου του καί τῆς δικαίας κρίσεώς του Καί τό πρόσωπόν του ἔλαμπε φωτεινόν καί ἀστραπτερόν, ὅπως λάμπει ὁ ἥλιοςμμέ ὅλην τήν λαμπρότητά του” (Ἀπό τήν “ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας” τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση “Ο ΣΩΤΗΡ”).
ΣΧΟΛΙΟ
Μεγαλειώδης ἡ εἰκόνα τοῦ ἀναστάντος Κυρίου, ὅπως μᾶς τὴν παρουσιάζει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής. Ἀπὸ τὴν ἑρμηνεία δὲ ποὺ διαβάσαμε εἴδαμε καὶ τὸ συμβολικὸ νόημα τῶν διαφόρων στοιχείων τοῦ ὁράματος. Ὅλα αὐτὰ εἶναι πολὺ σημαντικά, ὅπως ὅμως ὅλοι καταλαβαίνουμε, τὸ κύριο βάρος τῶν νοημάτων ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν γιὰ τὸ θέμα μας βρίσκεται περισσότερο στοὺς στίχους 17 καὶ 18.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν ποιὰ εἶναι τὰ σημαντικώτερα νοήματα τοῦ θαυμαστοῦ αὐτοῦ ὁράματος, ποὺ τόσο παραστατικὰ μᾶς περιγράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης; α) Τὸ πρῶτο καὶ κύριο νόημα ἀσφαλῶς εἶναι ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος παρουσιάζεται ἐδῶ ἀναστημένος καὶ ζωντανὸς καὶ μάλιστα ὡς «ὁ ζῶν», δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ ζῇ αἰωνίως καὶ ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν ζωὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Καὶ πραγματικὰ αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος. Εἶναι «ὁ ζῶν», ἡ αὐτοζωή. Γιατί; Διότι δὲν εἶναι μόνον ἄνθρωπος, εἶναι ταυτοχρόνως καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Αὐτὸς μάλιστα εἶναι καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Κύριος εἶναι ἀνίκητος ἀπὸ τὸν θάνατο, τὸ ὅτι εἶναι καὶ Θεός. Βεβαίως πέθανε. Ὅμως πέθανε, ὄχι ἐπειδὴ τὸ ἤθελαν καὶ τὸ ἐπεδίωξαν οἱ ἐχθροί του, οὔτε διότι ὁ θάνατος πέτυχε νὰ τὸν νικήσῃ, ἀλλὰ διότι τὸ θέλησε ὁ Ἴδιος. Ὁ θάνατος δὲν εἶχε καμμία ἐξουσία ἐπάνω του. Ὄχι μόνον διότι ὁ Κύριος ἦταν καὶ Θεός, ἀλλὰ καὶ διότι ὡς ἄνθρωπος ἦταν τελείως ἀναμάρτητος καὶ ἑπομένως δὲν χρωστοῦσε νὰ πεθάνῃ, ἀφοῦ, ὅπως γνωρίζουμε, ὁ θάνατος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας. Πέθανε λοιπὸν μόνον ἐπειδὴ τὸ θέλησε ὁ Ἴδιος· ὁ θάνατός του ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου θεληματικός. Καὶ ἐπιπλέον, ὄχι μόνον ὁ θάνατός του ἀλλὰ καὶ ἡ ἡμέρα καὶ ἡ ὥρα τῆς σταυρώσεώς του ὑπῆρξαν καθαρὰ δική του ἐπιλογή. Ἐπέλεξε νὰ πεθάνῃ τὴν ἡμέρα τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Πάσχα, γιὰ νὰ φανερώσῃ ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι τὸ ἀληθινὸ Πάσχα. Καὶ πέθανε ἀκριβῶς τὴν ὥρα ποὺ οἱ Ἑβραῖοι ἔσφαζαν κατὰ χιλιάδες τοὺς πασχαλινοὺς ἀμνούς, γιὰ νὰ τονίσῃ τὴν ἀλήθεια ὅτι αὐτὸς ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ ἀληθινὸς ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ ὁποῖος βαστάζει τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου, ὅπως τόσο ἐκφραστικὰ τὸ εἶχε διακηρύξει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος λέγοντας: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α΄ 29). Πέθανε θεληματικὰ ὡς ἄνθρωπος καὶ ἀναστήθηκε ἐξουσιαστικὰ ὡς Θεὸς καὶ εἶναι ὁ ζῶν στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
β) Τὸ δεύτερο σημαντικὸ νόημα τοῦ κειμένου μας εἶναι τὸ ὅτι ὁ Κύριος μὲ τὴν ἀνάστασί του κατέκτησε δικαιωματικὰ καὶ ὡς ἄνθρωπος τὴν ἐξουσία ἐπάνω στὸν θάνατο. Τὸ φανερώνει αὐτὸ ἡ διαβεβαίωσί του στὸ κείμενο ποὺ μελετοῦμε ὅτι Ἐκεῖνος κατέχει τὰ κλειδιὰ τοῦ θανάτου καὶ τοῦ ἅδου. Μιὰ διαβεβαίωσι τὴν ὁποία εἶχε δώσει καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασί του, ὅταν ἔλεγε: «Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη΄ 18). Αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι ἔπαυσε πλέον ἡ σκληρὴ καὶ φοβερὴ κυριαρχία τοῦ θανάτου πάνω στὸ ἀνθρώπινο γένος. Μὲ τὴν ἀνάστασί του ὁ Κύριος κατήργησε τὴν ἐξουσία τοῦ θανάτου. Πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου μας ὅλο τὸ σύμπαν βρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν τυραννικὴ ἐξουσία τοῦ θανάτου. Ἡ ὕπαρξι καὶ ἡ ζωὴ ὅλων δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο παρὰ μία ἀναγκαστικὴ πορεία πρὸς τὸν θάνατο καὶ τὸν τάφο. Ὁ θάνατος ὡς ἀπαίσιος τύραννος καταδυνάστευε τὰ πάντα καὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ξεφύγῃ ἀπὸ τὴν καταστροφικὴ ἐξουσία του. Μετὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ μας τὰ πάντα ἔχουν ἀλλάξει. Τὸ σύμπαν ἔχει ἀλλάξει πορεία. Τώρα πορεύεται πρὸς τὴν τελικὴ ἀνάστασι, πρὸς τὴν αἰώνια ζωή. Βεβαίως καὶ τώρα ὅλων μας ἡ κατάληξι εἶναι ὁ θάνατος. Ἀλλὰ τώρα ἔχει ἀλλάξει τὸ νόημα τοῦ θανάτου. Τότε ὁ θάνατος ἦταν τὸ τέλος καὶ ἡ καταστροφή. Τώρα γνωρίζουμε ὅτι ὁ τάφος δὲν εἶναι τὸ τέλος, εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς αἰωνιότητος, ἡ μετάβασι στὴν ἀληθινὴ ζωή.