Παρασκευή 8 Ἰουλίου 2011 Ρωμ. ιδ΄ 11-12

ΚΕΙΜΕΝΟ

“Γέγραπται γάρ· ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ὅτι ἐμοὶ κάμψει πᾶν γόνυ, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται τῷ Θεῷ ἄρα οὖν ἕκαστος ἡμῶν περὶ ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ 

“Διότι εἶναι γραμμένον εἰς τήν Ἁγίαν Γραφήν:Ζῶ ἐγώ, λέγει ὁ Κύριος, καί θά φέρω εἰς πέρας αὐτό πού παραγγέλλω· ὅτι δηλαδή ἐμπρός μου θά κάμψῃ τά γόνατά του δουλικῶς καί λατρευτικῶς κάθε ἄνθρωπος καί κάθε γλῶσσα θά δοξολογήσῃ τόν Θεόν. Τό συμπέρασμα λοιπόν, πού βγαίνει ἀπό ὅλα αὐτά, εἶναι ὅτι καθένας ἀπό ἡμᾶς διά τόν ἑαυτόν του θά δώσῃ λόγον εἰς τόν Θεόν καί δι’ αὐτό τόν ἑαυτόν του καί ὄχι τόν ἄλλον πρέπει νά προσέχῃ” (Ἀπό τήν “ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ  μετά συντόμου ἑρμηνείας” τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση “Ο ΣΩΤΗΡ”).

ΣΧΟΛΙΟ Β΄ (συνέχεια ἀπό τό προηγούμενο)

 Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ σωστὴ αὐτομεμψία; Ἡ σωστὴ αὐτομεμψία εἶναι αὐτὴ ποὺ συνδέεται στενὰ μὲ τὴν ταπείνωσι. Εἶναι πολὺ βασικὸ νὰ τὸ ξεκαθαρίσουμε αὐτὸ πολὺ καλά. Αὐτομεμψία δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ ταπεινολογία ποὺ ἔχουν πολλοί, οἱ ὁποῖοι ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς ¨ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός¨, ¨ἐγὼ ὁ ἀνάξιος¨, ἀλλὰ δὲν τολμάει κανεὶς νὰ τοὺς ὑποδείξῃ τὸ παραμικρό, διότι τότε θίγονται καὶ μερικὲς φορὲς γίνονται θηρία ἀπὸ τὴν ἀντίδρασι. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ αὐτομεμψία δὲν ἔχει καμμιὰ ἀξία, διότι εἶναι συνδεδεμένη μὲ ὑπερηφάνεια.

Λανθασμένη ἐπίσης αὐτομεμψία εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔχουν μερικοί, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται διαρκῶς μὲ ἕναν ἀρρωστημένο τρόπο μὲ τὸν ἑαυτό μας. Κάθονται καὶ ἐξετάζουν συνεχῶς τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, συνήθως δευτερεύοντα καὶ ἀσήμαντα, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ἄλλα σοβαρὰ καὶ μεγάλα λάθη τὰ κάνουν χωρὶς δισταγμοὺς καὶ χωρὶς καμμιὰ συναίσθησι. Ἄλλοι πάλι ἀσχολοῦνται διαρκῶς μὲ τὸ νὰ ἐξετάζουν καὶ νὰ καταδικάζουν τὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ μὴν τυχὸν τοὺς ξεφύγουν λάθη ποὺ θὰ ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ χάσουν οἱ ἄλλοι τὴν καλὴ ἰδέα ποὺ εἶχαν γι’ αὐτούς. Καὶ σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις πηγὴ τῆς αὐτομεμψίας εἶναι πάλι ὁ ἐγωισμός.

Ἄλλο πρᾶγμα ὅμως εἶναι ἡ ἀληθινὴ αὐτομεμψία. Αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ βαθειὰ συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητος τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ διαπίστωσι τῆς ἀναξιότητος καὶ τῆς πνευματικῆς πτωχείας καὶ ἀθλιότητός του. Γι’ αὐτὸ καὶ συνοδεύεται ἀπὸ βαθὺ πόνο καὶ ἀπὸ φόβο Θεοῦ. Ἡ ἀληθινὴ καὶ γνήσια αὐτομεμψία προέρχεται ἀπὸ τὴν ταπείνωσι καὶ αὐξάνει τὴν ταπείνωσι. Καὶ τὸ κύριο χαρακτηριστικό μας εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὴν ἔχει δὲν κατακρίνει τοὺς ἄλλους. Ἑπομένως, ἂν κάποιος κατακρίνῃ ἄλλους ἀνθρώπους, ὅσο κι ἂν λέγῃ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός, ἁπλῶς ἐξαπατᾷ τὸν ἑαυτό του καὶ προσπαθεῖ νὰ ξεγελάσῃ καὶ τοὺς ἄλλους.

Ἀληθινὴ αὐτομεμψία εἶχε ὁ τσαγκάρης ἐκεῖνος τῆς Ἀλεξανδρείας στὸν ὁποῖο ἔστειλε τὸν μέγα Ἀντώνιο ὁ Θεός, γιὰ νὰ καταλάβῃ ὅτι παρὰ τοὺς μεγάλους ἀσκητικούς του ἀγῶνες δὲν εἶχε φθάσει στὰ μέτρα τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ τοῦ ἁπλοῦ ἀνθρώπου. Καὶ πραγματικὰ ὁ μέγας Ἀντώνιος πῆρε ἕνα μεγάλο μάθημα ἀπ’ αὐτόν. Τὸν ρώτησε δηλαδὴ ἐπιμόνως ποιὰ εἶναι ἡ πνευματική του ἐργασία καὶ ἐκεῖνος μετὰ ἀπὸ πολλὴ πίεσι τοῦ φανέρωσε ὅτι τὸ μόνο ποὺ κάνει εἶναι ὅτι κάθε πρωὶ κοιτάζει τὴν πόλι καὶ λέγει: «Οἱ πάντες ἐν τῇ πόλει ταύτῃ σώζονται διὰ τὰς δικαιοσύνας αὐτῶν, ἐγὼ δὲ μόνος ἀπόλλυμαι διὰ τὰς ἁμαρτίας μου»· δηλαδὴ ὅλοι σ’ αὐτὴν τὴν πόλι θὰ σωθοῦν γιὰ τὴν ἀρετή μας, καὶ μόνον ἐγὼ θὰ κολασθῶ ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου. Καὶ τὸ ἴδιο ἐπανελάμβανε καὶ τὸ βράδυ πρὶν κοιμηθῇ. Νά ἡ ἀληθινὴ καὶ σωτήρια αὐτομεμψία.