ΚΕΙΜΕΝΟ
“Ἐν δὲ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη”
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
“Κατά τήν τελευταίαν δέ καί ἐπισημοτέραν ἀπό ὅλας τάς ἄλλας ἡμέρας τῆς ἑορτῆς ἔστεκεν ὄρθιος ὁ Ἰησοῦς καί μέ ζωηράν φωνήν εἶπεν· Ἐάν κανείς αἰσθάνεται πόθον καί δίψαν ὄχι δι’ ἀγαθά ὑλικά καί φθαρτά, ἀλλά διά τήν ἐσωτερικήν γαλήνην καί μακαριότητα τῆς θείας ζωῆς, ἄς ἔρχεται πρός ἐμέ διά τῆς πίστεως καί ἄς πίνῃ ἐλεύθερα. Πλησίον μου θά ἱκανοποιηθοῦν ὅλοι οἱ εὐγενεῖς του πόθοι καί θά εὕρῃ ἀνάπαυσιν ἡ ψυχή του. Ἀπό τήν καρδίαν καί τά βάθη τῆς ψυχῆς ἐκείνου, πού πιστεύει εἰς ἐμέ, σύμφωνα μέ τούς λόγους τῆς Γραφῆς, θά τρέξουν ποταμοί ὕδατος, πού θά εἶναι πάντα τρεχούμενο, διά νά ποτίζεται ὄχι μόνον ὁ ἴδιος, ἀλλά καί οἱ ἄλλοι, πού ἔρχονται εἰς σχέσιν μέ αὐτόν. Τούς λόγους δέ αὐτούς εἶπεν ὁ Κύριος διά τό Πνεῦμα, τό ὁποῖον ἔμελλον μέ τήν ἀνάληψίν του εἰς τούς οὐρανούς νά λαμβάνουν ἐκεῖνοι, πού θά ἐπίστευον εἰς αὐτόν. Διότι εἶχον μέν δοθῇ προτήτερα χαρίσματα προφητικά καί θαυματουργικά εἰς ἄνδρας δικαίους καί προφήτας, ἀλλ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀναγεννᾶ τούς ἀνθρώπους, καί μεταδίδει εἰς αὐτούς τήν θείαν καί μακαρίαν ζωήν, δέν εἶχε δοθῆ εἰς κανένα. καί δέν εἶχε δοθῆ ἡ χάρις αὐτή τοῦ Πνεύματος, διότι ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχεν ἀκόμη δοξασθῆ διά τοῦ παθήματος καί τῆς ἀναλήψεώς του” (Ἀπό τήν “ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας” τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση “Ο ΣΩΤΗΡ”).
ΣΧΟΛΙΟ
Στό σημερινό καί τό αὐριαμνό μας ἀνάγνωσμα θά ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν πνευματικὴ δίψα, τὴν δίψα τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ δοῦμε καί πῶς θὰ τὴν ἱκανοποιοῦμε.
Ἡ ἑορτὴ στὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ὁποίας ὁ Κύριος εἶπε αὐτὰ τὰ λόγιαἦταν ἡμέρα τῆς μεγάλη ἡμέρα τῆς Σκηνοπηγίας. Ἦταν ἡ τρίτη μεγάλη πανηγυρικὴ ἑορτὴ τῶν Ἑβραίων, ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας, τὴν ὁποία ἑόρταζαν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες κατὰ τὸ τέλος τοῦ μηνὸς Σεπτεμβρίου. Τὸ ὄνομα Σκηνοπηγία φανερώνει καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς, διότι κατ᾿ αὐτὴν θυμόντουσαν τὴν περίοδο τῆς σαραντάχρονης πορείας τους ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας ὁπότε ἔμεναν σὲ σκηνές. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο καὶ ὁ ἑορτασμός της θύμιζε τὴν περίοδο ἐκείνη. Ἐπὶ ἑπτὰ δηλαδὴ ἡμέρες ἔμεναν σὲ πρόχειρες σκηνὲς ποὺ κατασκεύαζαν στὶς αὐλὲς τῶν σπιτιῶν, ἢ στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες τῆς Ἱερουσαλήμ. Τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ἑορτῆς πήγαιναν στὴν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ἔπαιρναν νερὸ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ὁ ἱερεὺς ράντιζε μὲ αὐτὸ τὸ θυσιαστήριο τῶν ὁλοκαυτωμάτων τοῦ Ναοῦ. Ἡ πανηγυρικὴ αὐτὴ τελετὴ θύμιζε τὶς ἄφθονες δωρεὲς τοῦ Θεοῦ στὴν πορεία ἐκείνη καὶ εἰδικότερα τὸ νερὸ τὸ ὁποῖο ξεπήδησε στὴν ἔρημο ἀπὸ τὸν βράχο ποὺ χτύπησε μὲ τὸ ραβδί του ὁ Μωυσῆς. Ταυτόχρονα ἡ τελευταία λαμπρὴ καὶ πανηγυρικὴ ἡμέρα συμβόλιζε τὴν εἴσοδό τους στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Αὐτὴν τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς ἑορτῆς διάλεξε ὁ Κύριος γιὰ νὰ φωνάξει δυνατὰ ὅτι τὸ πραγματικὸ νερὸ ποὺ ξεδιψάει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ εἶναι μόνο ὁ Ἴδιος καὶ ὅτι κοντά Του πρέπει νὰ τρέξουν ὅσοι διψοῦν πνευματικά. Ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιεῖ τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς ἑβραϊκῆς ἑορτῆς στὸ μέσον τῆς περιόδου τοῦ Πεντηκοσταρίου παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ μιὰ φράση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ποὺ λέγει ὅτι ὁ Κύριος πῆγε στὴν Ἱερουσαλὴμ στὸ μέσον τῆς ἑορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας: «Ἤδη δὲ τῆς ἑορτῆς μεσούσης ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἐδίδασκε» (Ἰωάν. ζ΄ 14). Οἱ ὕμνοι δὲ τῆς ἑορτῆς τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ὅπως καὶ τῆς Κυριακῆς τῆς Σαμαρείτιδος ἔχουν ὡς περιεχόμενο ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου, ὅτι ὁ Ἴδιος δίνει τὸ νερὸ ποὺ ξεδιψάει τὶς ψυχές.
Στὸν στίχο 38 ἡ φράση «καθὼς εἶπεν ἡ γραφή» ἀναφέρεται σὲ πολλὲς προφητεῖες ποὺ ὁμιλοῦν γενικῶς γιὰ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία σὰν ποτάμι κάποια μέρα θὰ πηγάσει ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπως ἄλλωστε διευκρινίζεται στὸν ἑπόμενο στίχο 39.
Ἂς δοῦμε λοιπὸν τώρα: Ὑπάρχει πνευματικὴ δίψα στὸν κόσμο σήμερα καὶ πῶς αὐτὴ ἱκανοποιεῖται;
α) Ὁ κόσμος σήμερα εἶναι περισσότερο διψασμένος ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐποχή. Πάντοτε διψοῦσαν οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως ὅμως συμβαίνει μὲ τὴν ὑλικὴ δίψα, τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὴν πνευματική. Δηλαδὴ ἡ δίψα αὐξάνει σὲ περιόδους μεγάλης ξηρασίας λόγῳ καύσωνος. Καὶ εἶναι γεγονὸς ὅτι ἡ γῆ μας σήμερα ἀντιμετωπίζει πρωτοφανὴ ξηρασία, καὶ ὑλικὴ καὶ πνευματική. Ὑπάρχει ἔντονη ὑλικὴ ξηρασία λόγῳ τῆς ἀλλαγῆς τοῦ κλίματος, ἡ ὁποία ξηρασία ἔχει ὁδηγήσει σὲ καταστροφὴ ὁλόκληρες χῶρες, στὶς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ζῶα ὑποφέρουν φρικτὰ ἀπὸ τὴν ἔλλειψη νεροῦ καὶ συχνὰ βρίσκουν τὸν θάνατο. Ὑπολογίζουν δὲ οἱ ἐπιστήμονες ὅτι στὸ μέλλον τὸ πρόβλημα θὰ ἐπιδεινωθεῖ καὶ θὰ ὁδηγήσει σὲ ἐρημοποίηση μεγάλες ἐκτάσεις τῆς γῆς.
Ἂν ὅμως ὑπάρχει τόσο ἔντονο πρόβλημα ὑλικῆς ξηρασίας, πολὺ μεγαλύτερο εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς πνευματικῆς ξηρασίας. Ἐδῶ ἡ ἐρημοποίηση εἶναι φοβερή. Στέγνωσαν οἱ ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Αἰσθάνεται κανεὶς ὅτι τώρα κυριολεκτικὰ πραγματοποιεῖται ἡ φοβερὴ προφητεία τοῦ προφήτου Ἀμώς: «Ἰδοὺ ἡμέραι ἔρχονται, λέγει Κύριος, καὶ ἐξαποστελῶ λιμὸν ἐπὶ τὴν γῆν, οὐ λιμὸν ἄρτων οὐδὲ δίψαν ὕδατος, ἀλλὰ λιμὸν τοῦ ἀκοῦσαι τὸν λόγον Κυρίου»· νά, ἔρχονται κάποιες μέρες, λέγει ὁ Κύριος, ποὺ θὰ στείλω πείνα στὴ γῆ· ὄχι τόσο πείνα ψωμιοῦ οὔτε δίψα νεροῦ, ἀλλὰ πείνα τοῦ νὰ ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ (Ἀμὼς η΄ 11). Πείνα καὶ δίψα τῶν ψυχῶν φρικτή! Αὐτὴ εἶναι ἡ κατάσταση τοῦ σημερινοῦ κόσμου.
β) Ὅλη αὐτὴ ἡ πνευματικὴ δίψα τῶν ἀνθρώπων πῶς ἱκανοποιεῖται σήμερα; Μὲ θολὰ ὑποκατάστατα δυστυχῶς. Πραγματικὰ εἶναι ἀπελπιστικὴ ἡ ἐπιπολαιότητα μὲ τὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι τρέχουν στὶς πιὸ ἐπικίνδυνες καὶ δηλητηριώδεις πηγὲς γιὰ νὰ σβήσουν τὴν πνευματικὴ δίψα τους. Πίνουν θολὰ νερὰ αἱρέσεων καὶ πλανεμένων ἰδεολογιῶν, ἐνῶ καὶ μὲ στοιχειώδη λογικὴ γίνεται ὁλοφάνερη ἡ πλάνη τους. Τί βρίσκουν ἀλήθεια στὰ ἰνδουϊστικὰ συστήματα ὅλοι αὐτοὶ ποὺ τρέχουν καὶ μετέχουν σ᾿ αὐτά; Μάτια δὲν ἔχουν; Ὅταν βλέπουν τὰ ἀγάλματα ὅλων αὐτῶν τῶν τερατόμορφων ψευδοθεῶν μὲ πλῆθος χέρια, ἀλλόκοτα κεφάλια, μὲ μακάβριους στολισμούς, ὅπως ἡ λεγόμενη θεὰ Κάλι ποὺ φοράει περιδέραιο ἀπὸ κομμένα κεφάλια ἀνθρώπων, δὲν καταλαβαίνουν; Γιατί φεύγουν μακριὰ ἀπὸ τὴν πεντακάθαρη ὁλόδροση πηγὴ τοῦ Κυρίου μας στὴν Ἐκκλησία, καὶ τρέχουν στὴ λάσπη καὶ τὸ βοῦρκο τῶν δαιμονικῶν πλανῶν;