Εἶναι προτιμότερο νὰ ἔχῃ κανεὶς ἕνα φίδι νὰ περιστρέφεται στὰ σπλάγχνα του, παρὰ νὰ ἔχῃ φθόνο, ὁ ὁποῖος νὰ σύρεται μέσα του. Διότι τὸ μὲν φίδι μπορεῖ κανεὶς πολλὲς φορὲς καὶ νὰ τὸ ἐμέσῃ μὲ φάρμακα, καὶ μὲ τροφὴ νὰ τὸ καταπραΰνῃ· ὁ φθόνος ὅμως δὲν περιστρέφεται στὰ σπλάγχνα, ἀλλὰ προσκολλᾶται στὸν κόλπο τῆς ψυχῆς καὶ εἶναι πάθος τὸ ὁποῖο δύσκολα ἐξαλείφεται.
Καὶ τὸ μὲν φίδι ποὺ εὑρίσκεται μέσα, δὲν θὰ ἔκανε κακὸ στὰ ἀνθρώπινα σώματα ἂν ὑπῆρχε τροφὴ πλησίον του· ὁ φθόνος ὅμως, καὶ ἂν ἀκόμη παραθέσῃς σ’ αὐτὸν πλουσιώτατη τράπεζα, τὴν ἴδια τὴν ψυχὴ κατατρώγει, δαγκώνει ἀπὸ παντοῦ, σπαράσσει, ξεσχίζει. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ βρῆ ὁ φθονερὸς κάποια ἄλλη ἀνακούφισι μὲ τὴν ὁποία νὰ ἀπαλλαγῇ ἀπὸ τὸ δρᾶ-μα του, ποὺ εἶναι μανία πραγματική, παρὰ μόνο μία, τὴν δυστυχία ἐκείνου ποὺ εὐημερεῖ, καὶ δι’ αὐτὸ τὸν φθονεῖ. (Ἰω.Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Β´πρός Κορινθίους λόγος ΚΖ´§3, PG 61,587)