Ὁ φιλάργυρος ποτὲ δὲν θὰ παύσῃ νὰ ἐπιθυμῇ τὰ ἀργύρια, ὄχι μόνο διότι δὲν ἱκανοποιεῖται ἡ ἐπιθυμία του νὰ γίνουν δικά του τὰ χρήματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ διότι ὅσα κι ἂν ἔχῃ, νομίζει ὅτι δὲν ἔχει τίποτε…
Πρόσεξε τὸ ἑξῆς: Ἐκεῖνος ποὺ κυριεύεται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῶν χρημάτων, καὶ περισσότερα νὰ ἀποκτήσῃ, πάλι μένει ἀνικανοποίητος, σὰν νὰ μὴν ἔχῃ τίποτε. Ἑπομένως τί θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξῃ βασανιστικώτερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀσθένεια; Σὲ μπλέκει τόσο πολὺ ποὺ σὲ κάνει κουβάρι. Καὶ δὲν εἶναι μόνον αὐτὸ τὸ φοβερό. Ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι καὶ τότε ποὺ ἔχει χρήματα αἰσθάνεται σὰν νὰ μὴ ἔχῃ αὐτὰ ποὺ κατέχει, καὶ ὀδύρεται σὰν ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει καθόλου χρήματα. Ἀκόμη κι ἂν γίνουν δικά του τά χρήματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἀντὶ νὰ χαρῇ, ὑποφέρει περισσότερο. Ἂν ἀποκτήσῃ ἑκατὸ τάλαντα, πονάει γιατὶ δὲν ἔλαβε χίλια τάλαντα. Ἂν λάβῃ χίλια τάλαντα, δαγκώνεται ἀπὸ τὸ πάθος, γιατὶ δὲν ἔλαβε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Ἂν λάβῃ δέκα χιλιάδες τάλαντα, χτυπιέται γιατὶ δὲν ἔλαβε δεκαπλάσια, δηλαδὴ ἑκατὸ χιλιάδες τάλαντα. Ὅσο πιὸ πολὺ αὐξάνεται ἡ περιουσία του, τόσο πιὸ πολὺ αὐξάνεται ἡ φτώχια του. Διότι ὅσο περισσότερα λαμβάνει, τόσο περισσότερα ἐπιθυμεῖ. Λοιπὸν ὅσο πιὸ πολλὰ χρήματα λάβῃ, τόσο πιὸ φτωχὸς γίνεται. Διότι αὐτὸς ποὺ ἐπιθυμεῖ περισσότερα, πτωχὸς εἶναι μᾶλλον παρὰ πλούσιος. Ὅταν ἔχῃ ἑκατὸ τάλαντα, δὲν νιώθει πολὺ φτωχός, διότι ἐπιθυμεῖ νὰ εἶχε χίλια τάλαντα. Ὅταν ὅμως λάβῃ χίλια τάλαντα, τότε γίνεται φτωχότερος, γιατὶ πιστεύει ὅτι τοῦ χρειάζονται ὄχι χίλια τάλαντα, ὅπως ἐνόμιζε προηγουμένως, ἀλλὰ δέκα χιλιάδες τάλαντα. (Ἁ. Ἰω.Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Α´πρός Κορινθίους λόγος ΙΔ´ ΕΠΕ 18,400)