Ὁ μισόκαλος καί φθονερός διάβολος δέν ἄντεχε νά βλέπει σ᾽ ἕνα νέο (τόν Ἀντώνιο) τέτοια ἱερή διάθεση. Ἀλλά αὐτά πού σκεφτόταν νά κάνει στούς ἄλλους (νέους) ἀνθρώπους, ἐπιχειρεῖ νά τά κάνει σ᾽ αὐτόν. Καί πρῶτα προσπαθοῦσε νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τή ζωή τῆς ἄσκησης καί τοῦ ἔφερνε τήν ἀνάμνηση τῶν κτημάτων, πού εἶχε στήν πατρίδα του, ὅπως ἐπίσης τήν προστασία τῆς ἀδελφῆς του, τήν ἐπικοινωνία μέ τούς συγγενεῖς, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία τήν εὐχαρίστηση τῶν φαγητῶν καί τίς ἄλλες ἀνέσεις τῆς ζωῆς. Τελικά τοῦ ἔφερε τή σκέψη , ὅτι ἡ ἀρετή τῆς ἄσκησης εἶναι δύσκολη καί ὁ κόπος γι᾽ αὐτήν εἶναι πολύς. Ἀκόμη τοῦ ὑπενθύμιζε καί τήν ἀδυναμία τοῦ σώματος καί τό μῆκος τοῦ χρόνου.
Ὅταν ὅμως ὁ ἐχθρός κατάλαβε τήν ἀδυναμία του νά νικήσει τήν ἀγαθή διάθεση τοῦ Ἀντωνίου καί ὅτι μᾶλλον τόν νικοῦσε ἡ σταθερότητα τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καί ὅτι ἀνατρεπόταν ἀπό τή μεγάλη πίστη του καί ἀπό τίς συνεχεῖς προσευχές τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ, τότε πλέον προσέρχεται νά πολεμήσει κατά τοῦ νεαροῦ Ἀντωνίου μέ νέα ὅπλα καί πειρασμούς· Καί τήν μέν νύχτα ζητοῦσε νά τόν τρομοκρατήσει μέ θορύβους φοβερούς, τήν δέ ἡμέρα τόσο τόν ἐνοχλοῦσε, ὥστε καί οἱ γύρω πού ἔβλεπαν, ἀντιλαμβάνονταν ὅτι γινόταν μεταξύ τους πάλη. Ὁ μέν σατανᾶς τοῦ ὑπέβαλλε ἀκάθαρτους λογισμούς, ὁ δέ Ἀντώνιος τούς ἀνέτρεπε μέ τίς προσευχές του. Ὁ μέν διάβολος τόν ἐρέθιζε, ἐκεῖνος δέ, ὡσάν νά ἐκοκκίνιζε ἀπό συστολή, περιτείχιζε τό σῶμα του μέ τήν πίστη καί τίς προσευχές καί τίς νηστεῖες πού ἔκαμνε. Ὁ μέν μισόκαλος, ὁ ἄθλιος, ἐπέμενε καί ἔπαιρνε τή νύχτα σχῆμα καί μορφή γυναίκας καί ἐμιμεῖτο κάθε τρόπο, μέ μόνο σκοπό νά ἐξαπατήσει τόν Ἀντώνιο. Ὁ δέ Ἅγιος θυμόταν τόν Χριστό καί τήν εὐγένεια πού τοῦ ἐχάρισεν ὁ Χριστός, σκεπτόταν τή λογική ψυχή του καί μέ αὐτά ἔσβηνε τή φωτιά τῆς ἀπάτης τοῦ διαβόλου….
Ὅλα αὐτά γίνονταν σέ ἐντροπή καί καισχύνη τοῦ πονηροῦ. Διότι βοηθοῦσεν ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος γιά μᾶς ἔγινε ἄνθρωπος καί μέ τό σῶμα του πέτυχε τή νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Ἔτσι, ὥστε καθένας ἀπ᾽ αὐτούς τούς χριστιανούς πού ἀγωνίζονται νά μπορεῖ νά λέει (ὅπως καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος): Ὅ,τι καλό κατόρθωσα, δέν τό κατόρθωσα ἐγώ, ἀλλά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν μαζί μου (Μ.Ἀθανασίου, Βίος καί πολιτεία τοῦ Μ.Ἀντωνίου §§ 5 καί 6).