Ὅπως ἡ ὑλική φωτιά, ὅταν βρεῖ λάσπη διαλυμένη, τή μεταβάλλει σέ σκληρό ὄστρακο, ἔτσι καί ἡ φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν δηλαδή βρίσκει ψυχή καλοδιάθετη, καί ἄν ἀκόμη ἡ ψυχή αὐτή εἶναι πλαδαρότερη ἀπό τή λάσπη, τήν κάνει πιό στερεά καί ἀνθεκτική καί ἀπό αὐτό ἀκόμη τό σίδερο. Ἀκόμη κι᾽ ἐκεῖνον, πού μέχρι πρίν ἀπό λίγο ἦταν μολυσμένος ἀπό τό βόρβορο τῶν ἁμαρτιῶν, τόν ἀναδεικνύει ἀμέσως λαμπρότερο καί ἀπό τόν ἥλιο. (Ἰω.Χρυσοστόμου, Λόγος Β´εἰς τήν Πεντηκοστήν)
Ὠφέλεια ἀπό τίς ἀντιξοότητες
Ἐκεῖνος πού ἔχει ὑγεία καί αἰσθάνεται καλά σωματικῶς, δέν ἀντιλαμβάνεται οὔτε μπορεῖ νά ξέρει ἀκριβῶς πόσα ἀγαθά τοῦ χάριζεν ἡ ὑγεία. Τότε μόνο τό ἀντιλαμβάνεται, ὅταν τόν προσβάλει ἡ ἀρρώστια καί μ᾽ αὐτό τόν τρόπο ἀποκτήσει προσωπική πείρα πόσο μεγάλο κακό εἶναι ἡ ἀσθένεια καί πόσο καλό εἶναι ἡ ὑγεία. Τήν ἡμέρα πάλι δέν εἶναι σέ θέση νά αἰσθανθεῖ τήν ἀξία καί νά θαυμάσει τό φῶς, ἄν δέν τό διαδεχθεῖ τό σκοτάδι τῆς νύκτας. Ἔτσι λοιπόν καί ἡ πείρα τῶν ἀντιθέτων (χαρᾶς-λύπης, ὑγείας-ἀσθένειας) γίνεται πάντοτε ἀκριβής δάσκαλος τῆς ἀξίας ἐκείνων, πού προηγουμένως ἀπολαμβάναμε.(ὅ.π.)