ΚΕΙΜΕΝΟ
«Αἴνει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον· αἰνέσω Κύριον ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω. μὴ πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἐπαίνους καί ὕμνους ἀνάπεμπε, ὦ ψυχή μου, πρός τόν Κύριον. Θά αἰνῶ τόν Κύριον καθ᾽ ὅλην τήν ζωήν μου, θά ψάλλω ὕμνους είς τόν Θεόν μου, ὅσον θά ὑπάρχω καί θά εἶμαι ζωντανός. Μή στηρίζετε τήν ἐλπίδα σας εἰς κοσμικούς ἄρχοντας, εἰς υἱούς καί ἀπογόνους τῶν ἐφημέρων καί ἀδυνάτων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δέν ἔχουν δύναμιν νά σᾶς σώσουν» ( «Η ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗμετά συντόμου ἑρμηνείας, τ.10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ Α´
«῞Ενας εἶναι ὁ Θεός. Ὁ ἅγιος Tριαδικός, ποὺ ἀπεκαλύφθη στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ μόνος σώζει μὲ τὴ σοφία του καὶ τὴν ἀγαθοσύνη του τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς ὁ Θεὸς ἐμπνέει τὸν ἄνθρωπο τὸν πιστὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νὰ γνωρίζει τὸν Θεό, νὰ ἐμπιστεύεται τὸν Θεὸ καὶ νὰ ζεῖ μέσα στὴ χάρη καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τὸν ἀκοῦμε λοιπὸν τὸν πιστὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ ἐνθουσιασμὸ νὰ παρακινεῖ τὴν ψυχὴ του νὰ εὐλογεῖ καὶ νὰ δοξάζει τὸν Θεό. «Αἴνει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον· αἰνέσω Κύριον ἐν τῇ ζωῇ μου, ψαλῶ τῷ Θεῷ μου ἕως ὑπάρχω» (Ψαλ. ρμε΄ [145] 12). «Ἐπαίνους καὶ ὕμνους ἀνάπεμπε, ὦ ψυχή μου, πρὸς τὸν Κύριον. Θὰ αἰνῶ τὸν Κύριον καθ’ ὅλην τὴν ζωήν μου, θὰ ψάλλω ὕμνους εἰς τὸν Θεόν μου, ὅσον θὰ ὑπάρχω καὶ θὰ εἶμαι ζωντανός». Διότι κατέχω τὴν ἀλήθεια ποὺ μοῦ φανέρωσε, καὶ σᾶς καλῶ ὅλους, συνάνθρωποί μου, προσέξτε την: «Μὴ πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία» (στίχ. 3). «Μὴ στηρίζετε τὴν
πεποίθησιν καὶ ἐλπίδα σας εἰς κοσμικοὺς ἄρχοντας, εἰς υἱοὺς καὶ ἀπογόνους τῶν ἐφημέρων καὶ ἀδυνάτων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν τὴν δύναμιν νὰ σᾶς σώσουν».
Ἐδῶ βρίσκεται τὸ τραγικὸ λάθος πλήθους συνανθρώπων μας. Δὲν ἔμαθαν ἢ ἐὰν τὸ ἔμαθαν, τὸ λησμονοῦν, ὅτι ἕνας ὑπάρχει ἰσχυρός, ἀμετακίνητος, ἀγαθός, πραγματικὸς καὶ οὐσιαστικὸς σωτήρας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ἑαυτό του εἶναι πτωχεία καὶ ἀδυναμία καὶ ἀνεπάρκεια, δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ ἱκανοποιήσει τοὺς βαθεῖς πόθους τῆς ψυχῆς του.
Βέβαια κατὰ καιροὺς παρουσιάζονται μερικοὶ ἄνθρωποι μὲ χαρίσματα καὶ ἱκανότητες καὶ μὲ ἐπιτυχίες καὶ ξεγελοῦν τὸν ἑαυτό τους ὅτι εἶναι ἱκανοὶ καὶ σπουδαῖοι καὶ παραπλανοῦν πολλοὺς ὅτι μποροῦν νὰ τοὺς σώζουν ἀπὸ κάθε κίνδυνο. Ἀλλὰ ὄχι· εἶναι πλάνη. Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του εἶναι ἔσχατη ἀδυναμία. Εἶναι ἀδύνατον νὰ αὐτολυτρωθεῖ, νὰ σωθεῖ, νὰ ἱκανοποιήσει τοὺς βαθεῖς πόθους τῆς ψυχῆς του ὄχι μόνο στὴν αἰωνιότητα ἀλλὰ οὔτε σ’ αὐτὴ τὴ ζωή» (Ἀπό τό περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ» τ.2009, σ.15-16)