Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος φιλοσοφεῖ κατά Θεόν καί ὄρθιος πορεύεται μέ τήν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, οὔτε αὐτό τό θάνατο, θά θεωρήσει θάνατο. Ἀλλά ἔτσι ὅπως βλέπει νά βρίσκεται μπροστά του στό φέρετρο ὁ νεκρός, δέν θά ἐπηρεστεῖ ἀπό τή νοοτροπία τῶν πολλῶν ἀνθρώπων. Διότι ὁ ἄνθρωπος αὐτός , τῆς πίστης καί τῆς ἀρετῆς, ἀναλογίζεται τά στεφάνια, τά βραβεῖα, τά ἀνέκφραστα ἀγαθά, τά ὁποῖα «ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε» (Α´Κορ. β´9). Ἀναλογίζεται ἐκείνη τή ζωή καί τή συμμετοχή του στό χορό τῶν ἀγγέλων. Ὅπως δηλαδή γίνεται καί μέ τό γεωργό, ὁ ὁποῖος, ὅταν ἀντικρύζει τό σπόρο τοῦ σιταριοῦ νά σαπίζει στή γῆ, δέν χάνει τό θάρρος του οὔτε γίνεται κατηφής, ἀλλά τότε χαίρει καί εὐφραίνεται περισσότερο, διότι γνωρίζει ὅτι τό σάπισμα ἐκεῖνο γίνεται ἀρχή μιᾶς νέας καλύτερης γέννησης καί εἶναι προϋπόθεση περισσότερης παραγωγῆς· ἔτσι καί ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος στολίζεται μέ ἀρετές καί ἔργα ἀγαθά καί ὅλη τήν ἡμέρα σκέπτεται καί περιμένει τή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅταν ἰδεῖ τό θάνατο νά εἶναι μπροστά του, δέν τά χάνει ὅπως οἱ πολλοί, οὔτε θορυβεῖται οὔτε ταράσσεται. Διότι γνωρίζει ὅτι ὁ θάνατος γιά ᾽κείνους, πού ἔζησαν σωστά εἶναι μετάσταση πρός τά καλύτερα καί ἀποδημία πρός τά ἀνώτερα καί δρόμος πού ὁδηγεῖ σέ στεφάνια δόξας. (Ἰω.Χρυσοστόμου, Ὁμιλία στόν 48ο Ψαλμό).