Παλαιότερα, πρίν ἔρθει στή γῆ ὁ Σωτήρας Κύριος, ὁ θάνατος ἦταν φοβερός καί σ᾽ αὐτούς τούς Ἁγίους. Καί ὅλοι θρηνοῦσαν τούς νεκρούς, διότι πίστευαν ὅτι αὐτοί πού πεθαίνουν χάνονται. Τώρα ὅμως πού ὁ Σωτήρ Κύριος ἀνάστησε τό σῶμα, δέν εἶναι πλέον ὁ θάνατος φοβερός. Ὅλοι δέ, ὅσοι πιστεύουν στό Χριστό, περιφρονοῦν τό θάνατο, διότι τόν θεωροῦν ὡς τίποτε. Καί προτιμοῦν νά πεθάνουν μᾶλλον, παρά νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη στό Χριστό. Καί τοῦτο, διότι γνωρίζουν πράγματι ὅτι δέν χάνονται μέ τό θάνατο, ἀλλά καί ζοῦν καί γίνονται ἄφθοροι διά τῆς Ἀναστάσεως. Τώρα δέ πού μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἐξαφανίστηκε ὁ πόνος τοῦ θανάτου, ἐκεῖνος μόνο μένει πράγματι νεκρός, ὁ Διάβολος, ὁ ὁποῖος παλαιότερα μέ ὅπλο του τό φόβητρο τοῦ θανάτου ὁρμοῦσε μανιακός ἐναντίον μας.
Ἀπόδειξη αὐτῶν εἶναι ὅτι, προτοῦ οἱ ἄνθρωποι πιστέψουν στό Χριστό, θεωροῦν τό θάνατο φοβερό καί δειλιάζουν ἐμπρός του. Ὅταν ὅμως προσχωρήσουν στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί τή διδασκαλία του, τότε τόσο πολύ περιφρονοῦν τό θάνατο, ὥστε καί μέ προθυμία ὁρμοῦν σ᾽ αὐτόν καί γίνονται μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως, τήν ὁποία πέτυχεν ὁ Χριστός ἐναντίον τοῦ θανάτου. Καί αὐτά ἀκόμη τά νήπια προθυμοποιοῦνται νά πεθάνουν. Καί κατεβαίνουν σέ ἀγῶνες ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ καί τοῦ φόβου τοῦ θανάτου ὄχι μόνο ἄνδρες ἀλλά καί γυναῖκες. Τόσο ἀσθενής ἔγινε ὁ θάνατος, ὥστε καί τό γυναικεῖο φύλο, πού εἶχε γελαστεῖ προηγουμένως ἀπ᾽αὐτόν, τώρα νά τόν περιπαίζει ὡς νεκρό καί παράλυτο.
Ὅπως δηλαδή συμβαίνει στούς πολέμους. Ὅταν ἕνας ἀληθινός βασιλιάς κατανικήσει ἕνα τύραννο καί τοῦ δέσει τά πόδια καί τά χέρια, ὅλοι, ὅσοι παιρνοῦν, τόν περπαίζουν, τόν κτυποῦν καί τόν διασύρουν, διότι δέν φοβοῦνται τή μανία καί τήν ἀγριότητά του, ἐφ᾽ ὅσον τόν ἐνίκησε ὁ βασιλιάς. Ἔτσι γίνεται καί μέ τό θάνατο. Ἀφοῦ ὁ Σωτήρ Κύριος τόν νίκησε καί τόν περίπαιξε στό Σταυρό καί τοῦ ἔδεσε τά χέρια καί τά πόδια, ὅλοι, ὅσοι ζοῦν χριστιανικά, καταπατοῦν τό θάνατο καί τόν περιπαίζουν καί λένε αὐτά τά λόγια, πού ἔχουν γραφεῖ ἀπό παλαιά ἐναντίον του: «ποῦ εἶναι, θάνατε, ἡ νίκη σου; ποῦ εἶναι, ἅδη, τό φοβερό κεντρί σου; » (Μ.Ἀθανασίου, «Περί Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου»).