Πραγματικά, τίποτε δέν εἶναι τόσο ἀπερίσκεπτο, ὅσο ἡ ἁμαρτία· τίποτε τόσο ἀνόητο καί μωρό καί ὁρμητικό. Ὅπου κι ἄν εἰσορμήσει, ὅλα τά ἀναποδογυρίζει, ὅλα τά ἀνακατώνει, ὅλα τά καταστρέφει ἐντελῶς. Ἔχει ὄψη δύστροπη, φορτική, βαριά. Καί ἄν κάποιος ζωγράφος ἤθελε νά τήν παραστήσει, νομίζω ὅτι δέν θά ἀστοχοῦσε, ἄν τήν παρουσίαζε ὡς ἑξῆς: σάν μιά γυναίκα μέ μορφή θηρίου, βάρβαρη, πού βγάζει ἀπό τό στόμα φωτιά, πού δυσαρεστεῖ καί λυπεῖ, φοβερή· σάν ἐκεῖνες τίς Σκύλλες, πού περιγράφουν οἱ ἐθνικοί ποιητές μέ τά 6 κεφάλια καί τά 12 πόδια, πού κατασπαράσσουν τά θύματά τους. Διότι μέ ἀναρίθμητα χέρια ἁρπάζει τίς σκέψεις μας καί εἰσορμᾶ, χωρίς νά τό περιμένουμε, καί καταξεσχίζει τά πάντα, ὅπως ἀκριβῶς οἱ σκύλοι, πού δαγκώνουν κρυφά. ( Ἰω.Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Α´Κορινθίους ὁμιλία θ´).