ΚΕΙΜΕΝΟ
«Οὐχὶ ὁ Θεὸς ἐκζητήσει ταῦτα; αὐτὸς γὰρ γινώσκει τὰ κρύφια τῆς καρδίας.»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Δέν θά ἀντελαμβάνετο τοῦτο ὁ Θεός, διά νά μᾶς ζητήσῃ ἀκριβῆ λόγον διά τήν εἰδωλολατρίαν μας ταύτην; Ἀσφαλῶς ναί. Διότι αὐτός γνωρίζει καί τάς ἀποκρύφους σκέψεις καί διαθέσεις πάσης καρδίας» (Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας», τόμος 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»
ΣΧΟΛΙΟ Α´
Μὲ τὰ μέσα ποὺ ἔχει ἐφεύρει ἡ ἐπιστήμη σήμερα ἔγινε κατορθωτὸ στὸν ἄνθρωπο νὰ δεῖ πράγματα ποὺ ἄλλοτε ἦταν ἀδύνατο ἀκόμη καὶ νὰ τὰ φανταστεῖ. Εἶδε γαλαξίες καὶ ἀστέρια κυριολεκτικὰ στὴν ἄκρη τοῦ σύμπαντος σὲ ἀπίστευτες ἀποστάσεις. Ταυτόχρονα εἶδε καὶ μελέτησε λεπτομερῶς καὶ τὰ πολύ-πολὺ μικρὰ στοιχεῖα τῆς ὕλης, δισεκατομμύρια καὶ τρισεκατομμύρια φορές, καὶ πολὺ περισσότερο ἀκόμη, λεπτότερα ἀπὸ μιὰ τρίχα. Μὲ τὰ γιγάντια τηλεσκόπια κοίταξε τὰ βάθη τοῦ σύμπαντος καὶ μὲ τὰ πανίσχυρα ἠλεκτρονικὰ μικροσκόπια μελέτησε τὰ ἐλάχιστα στοιχεῖα τῆς ὕλης.
Ὅμως ὅσο μακριὰ κι ἂν κοίταξε καὶ ὅσο βαθιὰ κι ἂν μελέτησε τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, τόσο ἄγνωστος τοῦ εἶναι ὁ ἐσωτερικός του κόσμος, ἡ καρδιά του. Αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ ἀνθρώπου μόνο ἕνα μάτι μπορεῖ νὰ τὸν παρακολουθεῖ καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίζει μὲ ἀκρίβεια: τὸ διεισδυτικότατο μάτι τοῦ Θεοῦ. Αὐτό θά δοῦμε στό σημερινό καί τά ἑπόμενα ἀναγνώσματά μας.
Ἂς τὰ δοῦμε τώρα πόσο γνωρίζουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τὸν κόσμο καὶ τὸν ἑαυτό μας καὶ πόσο τὰ γνωρίζει ὁ Θεός;
α) Οἱ ἄνθρωποι ἐλάχιστα γνωρίζουμε τὸν κόσμο καὶ ἀκόμη λιγότερο τὸν ἑαυτό μας. Εἴπαμε στὴν ἀρχὴ τοῦ θέματός μας ὅτι στὴν ἐποχή μας οἱ γνώσεις μας γιὰ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο ἔχουν φθάσει σὲ ἐκπληκτικὸ βαθμό. Ὅσο ὅμως κι ἂν ἔχουν αὐξηθεῖ οἱ γνώσεις μας γιὰ τὸν κόσμο, αὐτές, μπροστὰ σ’ αὐτὰ ποὺ δὲν γνωρίζουμε, ἀποτελοῦν σταγόνα στὸν ὠκεανό. Ἀκόμη καὶ οἱ κορυφαῖοι ἐπιστήμονες ἐλάχιστη γνώση ἔχουν γιὰ τὸν κόσμο καὶ τὰ μυστήριά του. Ὅσο περισσότερα ἀνακαλύπτουν, τόσο πιὸ πολὺ συνειδητοποιοῦν τὸ μέγεθος αὐτῶν ποὺ ἀγνοοῦν. Ἐπιπλέον ὅμως καὶ οἱ ἐλάχιστες αὐτὲς γνώσεις δὲν εἶναι σταθερές. Ἀλλάζουν συνεχῶς. Αὐτὸ ποὺ χθὲς τὸ θεωροῦσαν ἀπόλυτη ἀλήθεια, σήμερα φαίνεται ἀμφίβολο καὶ αὔριο θὰ τὸ θεωροῦν λάθος καὶ ξεπερασμένο.
Καὶ ἂν τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο, τὸ σύμπαν, ἐλάχιστα γνωρίζουμε, πολὺ λιγότερο γνωρίζουμε τὸ ἄλλο σύμπαν, μέσα μας, τὸν ἑαυτό μας, τὴν καρδιά μας. Διότι ἡ καρδιά μας εἶναι ἕνα ἀπέραντο ἀνεξερεύνητο σύμπαν: «Βαθεῖα ἡ καρδία παρὰ πάντα» (Ἱερ. ιζ΄ 9), ὅπως ἀκούσαμε ἀπὸ τὸν προφήτη στὸ ἄρθρο.
Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι τόσο ἐπιπόλαιοι καὶ ἀσύνετοι οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ἀκοῦμε συχνὰ νὰ διακηρύττουν μὲ στόμφο: Ἐγὼ τὸν ξέρω πολὺ καλὰ τὸν ἑαυτό μου! Καὶ ὅμως αὐτοὶ εἶναι ποὺ περισσότερο ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἀγνοοῦν τὸν ἑαυτό τους.
Κι ἂν ἀγνοοῦμε τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο καὶ τὴν καρδιά μας, πολὺ περισσότερο ἀγνοοῦμε τὶς καρδιὲς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ καὶ εὔκολα, πολὺ εὔκολα μποροῦμε νὰ πέσουμε ἔξω στὶς κρίσεις καὶ τὶς ἐκτιμήσεις μας.