ΚΕΙΜΕΝΟ
«Διὸ ἀποθέμενοι τὸ ψεῦδος λαλεῖτε ἀλήθειαν ἕκαστος μετὰ τοῦ πλησίον αὐτοῦ· ὅτι ἐσμὲν ἀλλήλων μέλη»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Γι’ αὐτό πετάξτε ἀπό πάνω σας μιά γιά πάντα τό ψέμα, κι ὁ καθένας σας νά λέει τήν ἀλήθεια στό συνάνθρωπό του. Διότι ὅλοι μας ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα καί εἴμαστε μεταξύ μας μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου» (Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕ ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ Α´
Τὸ ψέμα καὶ ἡ ἀπάτη πάντοτε κυριαρχοῦσαν στὸν κόσμο αὐτό, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ ὁ σατανᾶς, ὁ πατὴρ τοῦ ψεύδους (Ἰω. η΄ 44), ἐξαπάτησε τοὺς πρωτοπλάστους καὶ τοὺς ἔσπρωξε στὴν ἁμαρτία μὲ τὰ θρασύτατα ψέματά του. Στοὺς αἰῶνες ποὺ ἀκολούθησαν, τὸ ψέμα κυριάρχησε στὸν κόσμο καὶ σὰν ποτάμι βαθὺ καὶ ὁρμητικὸ πλημμύρισε τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Στὴν ἐποχή μας αὐτὸ τὸ ποτάμι ἔγινε ἀπέραντος ὠκεανός. Τὸ ψέμα ἀποτελεῖ τρόπο ζωῆς καί, ἰδίως στὴν πολιτικὴ ζωή, ἔχει ἀναδειχθεῖ κορυφαία ἐπιστήμη. Σπάνια νὰ βρεθεῖ πολιτικὸς ποὺ θὰ τολμήσει νὰ πεῖ τὴν ἀλήθεια. Καί, ὅταν κανεὶς τὸ ἀποτολμήσει νὰ τὸ κάνει, ἀντιμετωπίζει τὴν καταφορὰ καὶ τὴν ἀντίδραση μεγάλου τμήματος τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν θέλει νὰ ἀκούει τὴν ἀλήθεια, προτιμάει νὰ ζεῖ στὸ ψέμα μὲ τὸ ὁποῖο τοῦ γαργαλίζουν τὰ αὐτιὰ ἄλλοι ἀνεύθυνοι ἀπατεῶνες.
Μήπως ὅμως τὸν κίνδυνο αὐτὸ τὸν διατρέχουμε καὶ ἐμεῖς στὴν προσωπική μας ζωή; Νά τὸ σπουδαῖο ἐρώτημα ποὺ ἀξίζει νὰ μᾶς ἀπασχολήσει στή σημερινή μας μελέτη. Θὰ τὸ ἐξετάσουμε μὲ βάση τὴν ἔντονη προτροπὴ ποὺ ἀπευθύνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Ἐφεσίους
α) Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι πικρὴ ἀπὸ τὸν ἑαυτό της. Θὰ ἦταν παράλογο νὰ δεχτοῦμε κάτι τέτοιο. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πηγὴ χαρᾶς καὶ εὐλογίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ πραγματικὰ τὴν ἀναζητεῖ καὶ τὴν ἀκολουθεῖ στὴ ζωή του. Καὶ βέβαια δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἀλήθεια. Ὁ Κύριος βεβαίωσε κατηγορηματικὰ ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ ὅτι γι᾿ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦρθε κοντά μας, γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύψει τὴν ἀλήθεια: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», εἶπε (Ἰω. ιδ΄ 6), καὶ μιλώντας πρὸς τὸν Πιλάτο βεβαίωσε: «Ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ» (Ἰω. ιη΄ 37).
β) Ἡ ἀλήθεια ὅμως φαίνεται πικρὴ ἐξαιτίας τῆς φιληδονίας καὶ τῆς ὑπερηφάνειας τοῦ ἀνθρώπου. Πραγματικὰ ἐδῶ βρίσκεται ἡ λύση τοῦ προβλήματος. Ὑπάρχει ἔντονη μέσα στὸν ἄνθρωπο ἡ τάση καὶ ἡ στροφὴ πρὸς τὸ κακὸ καὶ τὴν ἁμαρτία. Εἶναι ἡ ἡδονὴ ποὺ τὸν τραβάει δυνατὰ σὰν μαγνήτης. Ἂν δὲν προσέξει ὁ ἄνθρωπος καὶ παρασυρθεῖ, τότε τυφλώνεται ἐντελῶς. Καὶ ἂν κάποιος τολμήσει νὰ τοῦ πεῖ ὅτι βαδίζει δρόμο καταστροφῆς, ἀντιδρᾶ βίαια καὶ θεωρεῖ ἐχθρό του τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο ποὺ θέλησε νὰ τὸν προφυλάξει ἀπὸ τὸν κατηφορικὸ δρόμο.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸν ἐγωιστὴ καὶ ὑπερήφανο ἄνθρωπο. Αὐτὸς πάσχει ἀπὸ ἀρρωστημένη φιλαυτία καὶ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀλάθητο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν δέχεται καμία ὑπόδειξη, δὲν ἀνέχεται νὰ ἀκούσει ὅτι σφάλλει, καὶ ἀντιμετωπίζει ὡς ἐχθροὺς ἐκείνους ποὺ τοῦ ὑποδεικνύουν τὸ σωστό. Ἀντίθετα εὐχαριστεῖται νὰ ἀκούει ἐκείνους ποὺ τὸν ἐπαινοῦν μὲ ψεύτικα λόγια, τοὺς κόλακες. Ἀπὸ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ πάσχουν περισσότερο ὅσοι ἔχουν κάποιο ἀξίωμα στὸν κόσμο. Εἴτε πολιτικὸ εἴτε καθηγητικὸ εἴτε στρατιωτικὸ εἴτε, χειρότερα ἀκόμη, ἐκκλησιαστικό. Ἡ μεγαλύτερη δὲ διαστροφὴ σὲ ὅλη τὴν ἀνθρώπινη ἱστορία στὸ ζήτημα αὐτὸ εἶναι ἐκείνη τοῦ παπισμοῦ, ποὺ ἀνεκήρυξε τὸν πάπα ἀλάθητο καὶ ἔχει βυθίσει ἔτσι σὲ πυκνὸ πνευματικὸ σκοτάδι ὅλο τὸν δυτικὸ κόσμο. Εἶναι συνεπῶς θέμα διαθέσεως τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἀποδοχὴ ἢ ὄχι τῆς ἀλήθειας.