ΚΕΙΜΕΝΟ
«Περὶ ἧς σωτηρίας ἐξεζήτησαν καὶ ἐξηρεύνησαν προφῆται οἱ περὶ τῆς εἰς ὑμᾶς χάριτος προφητεύσαντες, ἐρευνῶντες εἰς τίνα ἢ ποῖον καιρὸν ἐδήλου τὸ ἐν αὐτοῖς Πνεῦμα Χριστοῦ προμαρτυρόμενον τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα καὶ τὰς μετὰ ταῦτα δόξας· οἷς ἀπεκαλύφθη ὅτι οὐχ ἑαυτοῖς, ὑμῖν δὲ διηκόνουν αὐτά, ἃ νῦν ἀνηγγέλη ὑμῖν διὰ τῶν εὐαγγελισαμένων ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἀ-ποσταλέντι ἀπ’ οὐρανοῦ, εἰς ἃ ἐπιθυμοῦσιν ἄγγελοι παρακύψαι.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Γιά τή σωτηρία αὐτή πού ἀποκτοῦμε οἱ πιστοί μέσῳ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ζήτησαν μέ πόθο πολύ νά μάθουν καί ἐρεύνησαν οἱ προφῆτες, οἱ ὁποῖοι προφήτευσαν σχετικά μέ τή χάρη πού θά σᾶς δινόταν. Οἱ προφῆτες δηλαδή ἐρευνοῦσαν νά μάθουν σέ ποιά χρονική στιγμή καί κάτω ἀπό ποιές περιστάσεις τό Πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ πού εἶχαν μέσα τους γιά νά δίνει ἀπό πρίν μαρτυρία γιά τά μελλοντικά γεγονότα, φανέρωνε ὅτι θά συμβοῦν τά παθήματα πού θά ὑπέφερε ὁ Χριστός, καί τίς δόξες πού θά ἀκολουθοῦσαν ὕστερα ἀπό τά παθήματα αὐτά. στούς προφῆτες αὐτούς ἀποκάλυψε ὁ Θεός ὅτι οἱ ὑποσχέσεις του δέν ἦταν γιά τούς ἑαυτούς τους καί γιά τή δική τους ἐποχή, ἀλλά γιά σᾶς γίνονταν αὐτοί διάκονοι καί ὄργανα τοῦ Θεοῦ· γιά νά σᾶς προαναγγείλουν δηλαδή αὐτά πού τώρα πλέον σᾶς ἀναγγέλθηκαν ὡς γεγονότα ἀπό τούς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, τούς ὁποίους ἐμπνέει τό Ἅγιον Πνεῦμα πού στάλθηκε ἀπό τόν οὐρανό. Καί εἶναι τόσο ὑψηλές καί μεγάλες οἱ ἀλήθειες αὐτές πού περιλαμβάνονται στό εὐαγγελικό κήρυγμα, ὥστε κι ἴδιοι οἱ ἄγγελοι ἐπιθυμοῦν νά τίς κατανοήσουν καί νά ἐμβαθύνουν σ’ αὐτές.»
ΣΧΟΛΙΟ Α´
Tὰ Χριστούγεννα εἶναι ἑορτὴ μεγάλη καὶ πολὺ ἀγαπητὴ σὲ ὅλους μας, γι’ αὐτὸ καὶ μὲ λαχτάρα τὴν περιμένουμε κάθε χρόνο. Καθὼς μάλιστα ἡ ἑορτὴ ἔχει συνδεθεῖ μὲ ἔντονο ἐμπορικὸ πνεῦμα καὶ διάφορες ἄλλες πανηγυρικὲς ἐκδηλώσεις, καταλαμβάνει κεντρικὴ θέση στὴ ζωή μας. Πόσο πραγματικὰ κεντρικὴ ὅμως εἶναι αὐτὴ ἡ θέση; Πόσο ἔχουμε συνειδητοποιήσει τὸ μέγεθός της καὶ τὴν ἀξία της; Καὶ πόσο συναισθανόμαστε τὶς διαστάσεις τῆς δωρεᾶς αὐτῆς τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλους μας; Σήμερα μὲ τὸ χριστουγεννιάτικο θέμα μας θὰ προσπαθήσουμε κάτι περισσότερο νὰ καταλάβουμε, λίγο πιὸ πολὺ νὰ συγκινηθοῦμε καὶ κάπως οὐσιαστικότερα νὰ ἀνταποκριθοῦμε.
Στοὺς προηγούμενους στίχους ὁ Ἀπόστολος ἔκανε λόγο γιὰ τὴν μεγάλη δωρεὰ τῆς σωτηρίας ποὺ χάρισε ὁ Θεὸς στὸν κόσμο διὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐδῶ τώρα ὁμιλεῖ γιὰ τὴν προσδοκία τῶν πρὸ Χριστοῦ ἀνθρώπων καὶ μάλιστα τῶν προφητῶν, οἱ ὁποῖοι ζητοῦσαν νὰ πληροφορηθοῦν πότε θὰ πραγματοποιηθοῦν ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμαστὰ γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου ποὺ τοὺς φανέρωνε ὁ Θεός. Ἀλλὰ δὲν ἐπρόκειτο νὰ τὰ χαροῦν οἱ ἴδιοι αὐτὰ τὰ σωτηριώδη ἔργα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς τοὺς φανέρωσε ὅτι σὲ ἑπόμενες γενιὲς θὰ πραγματοποιοῦντο. Καὶ καταλήγει ὁ Ἀπόστολος λέγοντας ὅτι τώρα πιὰ οἱ μεγάλες ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ πραγματοποιήθηκαν καὶ οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μεταδίδουν σὲ ὅλο τὸν κόσμο τὶς μεγάλες καὶ θαυμαστὲς ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου, στὶς ὁποῖες ἀκόμη καὶ οἱ ἄγγελοι ἐπιθυμοῦν νὰ ἐμβαθύνουν.
Ἂς προσπαθήσουμε τώρα πρῶτα νὰ δοῦμε τί γινόταν πρὸ Χριστοῦ. Τί γνώριζαν οἱ ἄνθρωποι τότε γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸ νόημα τῆς ζωῆς τους καὶ τί προσδοκίες εἶχαν;
α) Ζοῦσαν οὐσιαστικὰ στὸ σκοτάδι. Εἶχαν ἄγνοια ἀκόμη καὶ γιὰ τὰ πιὸ βασικὰ θέματα. Ἀκόμη καὶ οἱ Ἑβραῖοι ἐλάχιστα γνώριζαν. Πολλὰ δὲ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γνώριζαν, συχνὰ τὰ γνώριζαν διεστραμμένα ἀπὸ τὶς λανθασμένες ἑρμηνεῖες ποὺ ἔδιναν οἱ ραββίνοι στὴν Ἁγία Γραφή. Γιὰ τὸν Θεὸ ἡ γνώση τους ἦταν πολὺ φτωχή. Ἀκόμη δὲν εἶχε φανερωθεῖ ἡ μεγάλη ἀλήθεια ὅτι εἶναι Τριαδικός, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔτσι ἀγνοοῦσαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Ἀπέναντί του κυριαρχοῦσε κυρίως ὁ φόβος τῆς τιμωρίας. Φυσικὰ μέσα στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο διακηρυσσόταν σὲ πολλὰ σημεῖα καὶ μὲ πολὺ δυνατὲς εἰκόνες. Ὅμως, καθὼς ἔβλεπαν καὶ τὶς τιμωρητικὲς ἐπεμβάσεις τοῦ Θεοῦ σὲ περιόδους μεγάλης ἀσέβειας, οἱ ἄνθρωποι ἔμεναν κυρίως μὲ τὸ αἴσθημα τοῦ φόβου, τῆς τιμωρίας, λόγῳ ἀσφαλῶς καὶ τῶν δικῶν τους ἁμαρτιῶν. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς τους ἐλάχιστα γνώριζαν τότε οἱ ἄνθρωποι. Δὲν ἤξεραν γιὰ ποιὸ σκοπὸ ζοῦν, τί νόημα ἔχει ἡ ζωή τους. Εἶχαν μιὰ ἀόριστη καὶ νεφελώδη γνώση ὅτι ὑπάρχει καὶ ἄλλη ζωὴ πέρα ἀπὸ τὸν τάφο, ἀλλὰ τί ἦταν αὐτὴ ἡ ζωὴ δὲν τὸ γνώριζαν. Καὶ τὴν ἔννοια τοῦ νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ τὴν καταλάβαιναν κυρίως ὡς φόβο νὰ μὴν τιμωρηθοῦν ἐδῶ, παρὰ ὡς τρόπο ζωῆς ποὺ θὰ τοὺς χάριζε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.