ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν. Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ ὥστε οὐκέτι εἶ δοῦλος, ἀλλ’ υἱός· εἰ δὲ υἱός, καὶ κληρονόμος Θεοῦ διὰ Χριστοῦ»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ὅταν ὅμως συμπληρώθηκε ὁ χρόνος πού εἶχε ὁρίσει ἡ πανσοφία τοῦ Θεοῦ, ἀπέστειλε ὁ Θεός στόν κόσμο τόν •‘ἱό του, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἄνθρωπος ἀπό γυναίκα καί ὑποτάχθηκε στό Μωσαϊκό νόμο, προκειμένου νά ἐξαγοράσει ἐκείνους πού ἦταν ὑποδουλωμένοι στήν κατάρα τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, γιά νά λάβουμε τήν υἱοθεσία πού ὁ Θεός μᾶς εἶχε ὑποσχεθεῖ. Ναί. Δέν εἶστε πλέον δοῦλοι ἀλλά υἱοί τοῦ Θεοῦ. Κι ἐπειδή εἶστε υἱοί τοῦ ἐπουρανίου Πατρός, γι’ αὐτό ἀπέστειλε ὁ Θεός στίς καρδιές σας τό Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ του, τό ὁποῖο σᾶς δίνει τήν πληροφορία καί τήν παρρησία νά ἀπευθύνεσθε στό Θεό μέ τήν κραυγή καί τήν ἐπίκληση: Ἀββά, δηλαδή, Πατέρα. Ἄρα λοιπόν, σύμφωνα μ’ ὅλα αὐτά, ἐσύ πού πίστεψες στό Χριστό δέν εἶσαι πλέον δοῦλος, ἀλλά εἶσαι κατά χάριν υἱός τοῦ Θεοῦ. Ἐάν λοιπόν εἶσαι υἱός, εἶσαι συγχρόνως καί κληρονόμος τοῦ Θεοῦ. Καί γίνεσαι κληρονόμος διαμέσου τοῦ Χριστοῦ.»
ΣΧΟΛΙΟ Α´
Χριστούγεννα σήμερα. Καὶ ὅλοι μας βρισκόμαστε καὶ πάλι μπροστὰ στὴ Φάτνη τῆς Βηθλεέμ. Ἴσως οἱ πιὸ πολλοὶ νὰ μείνουμε στὶς ἐξωτερικὲς ἐντυπώσεις καὶ νὰ προσπεράσουμε ἐπιφανειακὰ τὸ μεγάλο γεγονός. Ἂν ὅμως δὲν ξεγελαστοῦμε ἐντελῶς ἀπὸ τὰ φῶτα καὶ τὰ ἐπίκαιρα δῶρα καὶ θελήσουμε νὰ προχωρήσουμε στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ὑγρῆς καὶ βρώμικης σπηλιᾶς τῶν ζώων, τί θὰ ἀντικρίσουμε;
Τὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ἕνα κείμενο ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μᾶς ὁδηγεῖ σωστὰ μέσα στὴ Φάτνη καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ βάθος τοῦ θεϊκοῦ μυστηρίου ποὺ ἄφησε κατάπληκτους τοὺς ἀγγέλους τοῦ οὐρανοῦ.
Καὶ μένουμε καὶ ἐμεῖς ἄφωνοι καὶ ἐκστατικοί, καθὼς θεωροῦμε αὐτὸ τὸ ἀνερμήνευτο μυστήριο. Ἕνα Βρέφος στὸ παχνὶ τῶν ζώων. Καὶ αὐτὸ τὸ Βρέφος μαθαίνουμε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων. Ὁ νοῦς μας δὲν τὸ χωράει. Δὲν καταλαβαίνουμε.
Ὁ Ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ ἐδῶ μιὰ παράδοξη διατύπωση. Αὐτὴ ποὺ λέει «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου». Ἑρμηνεύουμε: Ὅταν συμπληρώθηκε ὁ προκαθορισμένος καιρός. Ἀλλὰ τὰ ἐρωτήματα ποὺ ξεπροβάλλουν ἐδῶ θὰ μᾶς ἀπασχολήσουν στὴ συνέχεια.
Τὰ ἄλλα μεγάλα καὶ βαθιὰ νοήματα τοῦ ἱεροῦ κειμένου ἀναφέρονται στὸν σκοπὸ τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὴ γῆ. Ἦρθε, μᾶς λέει, γιὰ νὰ ἐξαγοράσει αὐτοὺς ποὺ βρίσκονταν κάτω ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου καὶ γιὰ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν υἱοθεσία, νὰ μᾶς ἀναδείξει δηλαδὴ κατὰ χάριν υἱοὺς τοῦ Θεοῦ.
Τέλος ὁ Ἀπόστολος μᾶς βεβαιώνει ὅτι πραγματικὰ εἴμαστε πλέον υἱοὶ τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπόδειξη εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς καρδιές μας, μὲ τὴν παρακίνηση τοῦ Ὁποίου ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα μας.
Τί σημαίνει ὅμως τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου; Γιατί καθορίστηκε τότε, σὲ κείνη τὴ χρονικὴ στιγμὴ ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ; Γιατί ὄχι νωρίτερα; Γιατί ὄχι ἀργότερα;
α) Τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου σὲ κείνη τὴν ἐποχὴ δὲν ἦταν κάτι αὐθαίρετο οὔτε βέβαια τυχαῖο. Ἦταν ὁ καταλληλότερος καιρός. Γιατί; Ὁ Θεὸς ἔλαβε ὑπ᾿ ὄψιν Του ὅλους τοὺς παράγοντες, προκειμένου νὰ καθορίσει τὸν καιρὸ τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του. Φυσικὰ ἐμεῖς δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ κατανοήσουμε ὅλους αὐτοὺς τοὺς παράγοντες. Ὅμως καὶ τὰ ἐλάχιστα ποὺ μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε φτάνουν γιὰ νὰ μᾶς βεβαιώσουν ὅτι πραγματικὰ ἐκεῖνος ἦταν ὁ καταλληλότερος καιρός.
Τὸ πρῶτο καὶ βασικὸ κριτήριο γιὰ τὴν ἐπιλογὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ ἐκείνης τῆς ἐποχῆς ἦταν ἀσφαλῶς τὸ νὰ ἔρθει τὸ καλύτερο δυνατὸ ἀποτέλεσμα γιὰ μᾶς. Ἴσως μὲ μιὰ πρώτη ματιὰ νὰ μᾶς φαίνεται ὅτι ἄργησε ὁ Θεὸς νὰ γίνει ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώσει τὰ πλάσματά Του ἀπὸ τὴ σκλαβιὰ τῆς ἁμαρτίας, ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου καὶ τὴ φρίκη τοῦ θανάτου. Διότι εἶχαν περάσει ἤδη τότε χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ ἁμάρτησαν οἱ πρωτόπλαστοι καὶ ἐκδιώχθηκαν ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Ὅλο λοιπὸν αὐτὸ τὸ διάστημα ὁ Θεὸς ἀδιαφοροῦσε; Ὄχι βέβαια! Ὁ Θεός, ὅπως ὡραῖα τὸ σημειώνει ὁ μεγάλος θεολόγος μας, ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Παναγιώτης Τρεμπέλας, θὰ ἤθελε, ἂν ἦταν δυνατόν, ἀμέσως, τὴν ἴδια τὴ στιγμὴ τῆς πτώσεως νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ σώσει τὸν Ἀδάμ. Ἀλλὰ κάτι τέτοιο δὲν ἦταν δυνατόν. Ὄχι διότι ἦταν γιὰ τὸν Θεὸ ἀδύνατο. Ἀλλὰ διότι γιὰ τὸν ἄνθρωπο δὲν θὰ εἶχε ἀποτέλεσμα σημαντικὸ ἢ θὰ εἶχε ἐλάχιστο ἀποτέλεσμα. Ποιὸ θὰ ἦταν τὸ κέρδος, σημειώνει ὁ σοφὸς καθηγητής, νὰ ἐρχόταν γρηγορότερα ὁ Κύριος, καὶ οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν Τὸν δεχτοῦν; Ὅλα ἔπρεπε νὰ γίνουν μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε ἐλεύθερα οἱ ἄνθρωποι νὰ ἀναζητήσουν τὴ λύτρωση.