§ 9 Πραγματικά, ἄν ἦταν ἀπό σπέρμα, δέν θά ἦταν νέος ἄνθρωπος, οὔτε, ἀφοῦ θά ἦταν τῆς παλαιᾶς μερίδος καί κληρονόμος ἐκείνου τοῦ πταίσματος θά μποροῦσε νά δεχθῆ μέσα του τό πλήρωμα τῆς ἄφθαρτης Θεότητος καί νά γίνη πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ ἀνεξάντλητη· κι’ ἔτσι ὄχι μόνο ἐκείνων τῶν προπατόρων δέν θά μποροῦσε ν’ ἀποπλύνη μέ περισσή δύναμι τόν ἀπό τήν ἁμαρτία μολυσμό, ἀλλά οὔτε στούς ἀπογόνους των δέν θά ἐπαρκοῦσε γιά ἁγιασμό. Ὅπως δηλαδή δέν πρόκειται νά ἀρκέση σέ μία πόλι ὕδωρ τοποθετημένο σέ σκεῦος γιά νά πίνη διαρκῶς, ἀλλά χρειάζεται νά φέρη πηγή, ὁπότε ποτέ δέν θά παραδοθῆ στούς ἐχθρούς ἀπό δίψα, ἔτσι δέν μποροοῦσε ν’ ἀρκέση γιά συνεχῆ ἁγιασμό σέ ὅλους οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ἅγιος ἄγγελος πού ἔχει ἀποκτήσει ἀπό μετοχή τήν ἰδιότητα τοῦ ἁγιάζειν, ἀλλά ἡ κτίσις ἐχρειαζόταν κρήνη πού νά ἔχη τήν πηγή μέσα της καί μέ αὐτόν τόν τρόπο οἱ πλησιάζοντες αὐτήν καί χορταίνοντες ἀπό αὐτήν νά μένουν ἀήττητοι ἀπό τούς ἐπιτιθέμενους ἐνάντιον τῶν ἐμφύτων ἀσθενειῶν καί στερήσεών της. Γι’ αὐτό δέν ἦλθε ἄγγελος οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἦλθε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καί μᾶς ἔσωσε, ἀφοῦ ἔγινε γιά μᾶς κατά τόν τρόπο μας ἄνθρωπος καί ἔμεινε ἀναλλοίωτος Θεός. Οἰκοδομώντας τώρα τή νέα Ἱερουσαλήμ καί ἀνεγείροντας γιά τόν ἑαυτό του ναό μέ ἐμψύχους λίθους καί συνάγοντάς μας ὡς Ἐκκλησία ἱερά καί παγκόσμια, ἐγκαθιστᾶ στό θεμέλιό της, πού εἶναι ὁ Χριστός, τήν ἀένναη πηγή τῆς χάριτος. Διότι ἡ πλήρης ζωή καί δεσποτική καί ἀΐδιος, ἡ πάνσοφη καί παντοδύναμη φύσις ἑνώνεται μ’ ἐκείνη τή φύσι πού ἀπό ἀβουλία ἀπατήθηκε καί ἀπό ἀσθένεια ὑποδουλώθηκε στόν Πονηρό καί ἀπό στέρησι θείας ζωῆς εἶναι πεταμένη στούς μυχούς τοῦ ἅδη, γιά νά εἰσφέρη σ’ αὐτήν σοφία καί δύναμι καί ἐλευθερία καί ζωή ἀδιάπτωτη. ( Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, «»Ομιλία στήν κατά Σάρκα σωτηριώδη Γέννησι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τόν 11ο τόμο τῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου, τῶν ἐκδόσεων Ἐλ.Μερετάκη ΕΠΕ)