§ 8 Ψάλλει κάπου πρός τόν Θεό ὁ Δαβίδ, πού ἐξ αἰτίας τοῦ τώρα γεννηθέντος ἀπό τήν πατριά του εἶναι θεοπάτωρ, «τά χέρια σου μέ ἔκαμαν καί μ’ ἔπλασαν, συνέτισέ με καί θά μάθω τίς ἔντολές σου». Γιατί τό λέγει αὐτό; Διότι μόνο στοῦ πλάστη τά χέρια εἶναι νά παράσχη τήν πραγματική κατανόησι. Ὅποιος συνετίσθηκε καί κατενόησε τήν τιμή πού ἔλαβε ἡ φύσις μας ἀπό τόν Θεό μέ τό νά πλασθῆ ἀπό τά χέρια του κατά τήν εἰκόνα, ἀφοῦ ἀντιληφθῆ τή φιλανθρωπία του, θά προστρέξη σ’ αὐτόν, θά ἀκούση καί θά μάθη τίς ἐντολές του· πόσο περισσότερο, ἄν κατανοήση κατά τό δυνατό τό μέγα τοῦτο μυστήριο τῆς ἀναπλάσεως καί ἀνακλήσεώς μας; Ὅταν ἔπλασε μέ τό χέρι του τήν ἀπό τή γῆ φύσι μας κι’ ἐμφύσησε ὁ ἴδιος ζωή, αὐτός πού ὅλα τά ἄλλα τά παρήγαγε μέ μόνο τό λόγο, τήν ἄφησε νά κατευθύνεται ἀπό τούς δικούς της λογισμούς, ἐφ’ ὅσον ἦταν κτισμένη λογική καί κυρία τῆς γνώμης της. Αὐτή τότε, ἀπομονωμένη, ἐξαπατήθηκε ἀπό τή συμβουλή τοῦ πονηροῦ καί μή μπορώντας ν’ ἀνθέξη στήν ἐπιβουλή δέν ἐφύλαξε τό κατά φύσι, ἀλλά ἐγλύστρησε πρός τό παρά φύσι· γι’ αὐτό τώρα ὄχι μόνο τήν ἀναπλάττει μέ τό χέρι κατά τρόπο παράδοξο, ἀλλά καί τήν κρατεῖ κοντά του, ἀφοῦ ὄχι μόνο τήν ἐπῆρε καί τήν ἐσήκωσε ἀπό τήν πτῶσι, ἀλλά καί τήν ἐνδύθηκε ἀφράστως καί συνδέθηκε μέ αὐτήν ἀδιαιρέτως καί ἐγεννήθηκε Θεός μαζί καί ἄνθρωπος ἀπό γυναίκα, γιά ν’ ἀναλάβη τήν ἴδια ἐκείνη φύσι πού ἔπλασε στούς προπάτορες, ἀπό παρθένο μάλιστα γυναῖκα, γιά νά καταστήση τόν ἄνθρωπον νέον. ( Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, «»Ομιλία στήν κατά Σάρκα σωτηριώδη Γέννησι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ἡ μετάφραση εἶναι παρμένη ἀπό τόν 11ο τόμο τῶν ἔργων τοῦ Ἁγίου, τῶν ἐκδόσεων Ἐλ.Μερετάκη ΕΠΕ)