Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός.
Κεφάλαιο 25ο (Α)
Γιὰ τὸν Παράδεισο.
Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο ὁ Θεὸς νὰ πλάσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη φύση, σύμφωνα μὲ τὴ δική του εἰκόνα καὶ ὁμοιότητα, σὰν κάποιο βασιλιὰ καὶ ἄρχοντα ὅλης της γῆς καὶ τῶν ἀγαθῶν της, γι’ αὐτὸ τὸ λόγο προετοιμάζει γι’ αὐτὸν κάτι σὰν παλάτι, μέσα στὸ ὁποῖο ἂν κατοικεῖ θὰ ἔχει μακάρια καὶ τρισευτυχισμένη ζωή. Αὐτὸς ὁ τόπος εἶναι ὁ θεῖος παράδεισος, τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς ἔχει φυτέψει μὲ τὰ χέρια του, ταμεῖο κάθε χαρᾶς καὶ εὐχαριστήσεως. Διότι ἡ λέξη Ἐδὲμ σημαίνει ἀπόλαυση. Ἦταν βέβαια στὴν ἀνατολὴ καὶ βρισκόταν πιὸ ψηλὰ ἀπ’ ὅλη τὴ γῆ, ἀλλὰ εἶχε εὔκρατο κλίμα καὶ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ λεπτὸ καὶ πολὺ καθαρὸ ἀέρα· ἦταν κατάφυτος ἀπὸ ἀειθαλῆ φυτά, γεμάτος ἀπὸ εὐωδία καὶ φῶς, ὁ ὁποῖος ξεπερνᾶ στὴ φαντασία κάθε ἐποχὴ τοῦ ἔτους καὶ ὀμορφιά· εἶναι πράγματι θεῖος τόπος καὶ ἄξια κατοικία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πλάσθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, μέσα στὸν ὁποῖο δὲν σύχναζε κανένα ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, ἀλλὰ μόνον ὁ ἄνθρωπος, τὸ πλαστούργημα τοῦ Θεοῦ.
Καὶ στὸ μέσον του Παραδείσου ὁ Θεὸς φύτευσε τὸ δένδρο τῆς ζωῆς καὶ τὸ δένδρο τῆς γνώσεως. Τὸ δένδρο τῆς γνώσεως δόθηκε ὡς ἀφορμή, δοκιμασία καὶ ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς καὶ παρακοῆς τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆρε τὸ ὄνομα «ξύλο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ»· διότι ἔδινε σὲ ὅσους τὸ δοκίμαζαν τὴ δύναμη νὰ γνωρίσουν τὴ φύση τοὺς· αὐτὸ ὅμως ἦταν καλὸ γιὰ τοὺς τέλειους, ἀλλὰ κακὸ γιὰ τοὺς ἀτελεῖς καὶ τοὺς ἐπιρρεπεῖς στὶς ἐπιθυμίες· ἀκριβῶς ὅπως ἡ ξηρὰ τροφὴ κάνει κακὸ στὰ βρέφη ποὺ τρέφονται ἀκόμη μὲ γάλα. Διότι ὁ Θεὸς πού μας ἔπλασε δὲν ἤθελε νὰ μεριμνᾶμε καὶ ν’ ἀσχολούμαστε μὲ πολλά, οὔτε ἀκόμη νὰ φροντίζουμε καὶ νὰ προνοοῦμε γιὰ τὴ δική μας τὴ ζωή.
Ἐδῶ ὅμως τὴν ἔπαθε ὁ Ἀδάμ· διότι, μόλις γεύθηκε τὸν καρπὸ τοῦ δένδρου, αἰσθάνθηκε τὴ γύμνια του καὶ φρόντισε νὰ βάλει ἔνδυμα· πῆρε δηλαδὴ φύλλα συκιᾶς καὶ ντύθηκε. Ἐνῶ, πρὶν ἀπὸ τὴ γεύση, καὶ οἱ δυό, ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὕα, ἦταν γυμνοί, ἀλλὰ δὲν ντρέπονταν. Διότι, τόσο πολὺ ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ εἴμαστε ἀπαθεῖς (διότι ἡ γυμνότητα εἶναι χαρακτηριστικό της τέλειας ἀπάθειας). Ἤθελε ἀκόμη νὰ εἴμαστε ἀμέριμνοι, ἔχοντας ἕνας ἔργο, τὸ ἀγγελικό, νὰ δοξολογοῦμε δηλαδὴ ἀκατάπαυστα τὸν Πλάστη μας, νὰ ἐντρυφοῦμε στὴ δικὴ τοῦ θεωρία καὶ νὰ ἐμπιστευόμαστε σ’ Αὐτὸν τὴ φροντίδα τοῦ ἐαυτοῦ μας. Αὐτό μας τὸ εἶπε καὶ μὲ τὸν προφήτη Δαβίδ, μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: « Ἄφησε τὴ μέριμνά σου στὸν Κύριο καὶ Αὐτὸς θὰ σὲ ἀναθρέψει». Ἀλλὰ καὶ στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια δίδασκε τοὺς μαθητές του μὲ τὰ ἀκόλουθα λόγια: «Μὴ φροντίσετε γιὰ τὴν ψυχή σας τί θὰ φάει, καὶ γιὰ τὸ σῶμα τί θὰ φορέσει». Καὶ συνεχίζει: «Ζητᾶτε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δικαίωση ποὺ Αὐτὸς προσφέρει, καὶ τὰ ὑπόλοιπα θὰ ἔλθουν στὴ ζωή σας». Καὶ πρὸς τὴ Μάρθα λέει: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ ἀσχολεῖσαι μὲ πολλά, ἀλλὰ ἕνα εἶναι ἀναγκαῖο· ἡ Μαρία ἔκανε τὴν καλὴ ἐπιλογή, τὴν ὁποία δὲ θὰ τὴ χάσει ποτέ». Ὡς ἐπιλογὴ της ἐννοοῦσε βέβαια ὅτι καθόταν στὰ πόδια του καὶ ἄκουγε τὰ λόγια του.
Τὸ δένδρο ὅμως τῆς ζωῆς ἦταν δένδρο ποὺ εἶχε ζωοπάροχη ἐνέργεια καὶ ἦταν φαγώσιμο μόνον ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ἦταν ἄξιοί της ζωῆς καὶ δὲν ὑπόκεινταν στὸ θάνατο. Ὁρισμένοι βέβαια θεωροῦσαν αἰσθητὸ τὸν παράδεισο, ἐνῶ ἄλλοι νοητό. Ἐγὼ ὅμως ἔχω τὴ γνώμη ὅτι, ὅπως ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε καὶ αἰσθητὸς καὶ νοητός, ἔτσι καὶ τὸ ἱερώτατο τέμενός του δημιουργήθηκε ταυτόχρονα αἰσθητὸ καὶ νοητὸ καὶ μὲ διπλὴ ὄψη. Διότι, ὅπως ἐξιστορήσαμε, κατοικοῦσε μὲ τὸ σῶμα στὸ θεϊκὸ καὶ πανέμορφο τόπο, ἐνῶ μὲ τὴν ψυχὴ ζοῦσε σὲ ἀκόμη ἀνώτερο καὶ ἀσύγκριτο καὶ πανέμορφο τόπο, ἔχοντας ὡς ἔνοικο τῆς κατοικίας τοῦ τὸ Θεὸ καὶ ὡς ἔνδοξο ἔνδυμα τὸν ἴδιο τὸ Θεό· ἦταν ντυμένος μὲ τὴ Χάρη του καὶ ἀπολάμβανε τὸ μοναδικὸ γλυκύτατο καρπό, τὴ θεωρία τοῦ προσώπου του, ἡ ὁποία τὸν ἔτρεφε σὰν ἄλλο ἄγγελο. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, πανάξια πῆρε τὸ ὄνομα «δένδρο τῆς ζωῆς». Διότι ἡ γλυκύτητα τῆς κοινωνίας μὲ τὸ Θεὸ μεταδίδει στοὺς μετόχους της ζωὴ ποὺ δὲν διακόπτεται ἀπὸ τὸ θάνατο. Ὁ Θεὸς αὐτὸ τὸ ὀνόμασε «κάθε δένδρο» καὶ εἶπε: «Ἀπὸ κάθε δένδρο ποὺ βρίσκεται στὸν Παράδεισο θὰ τρῶτε»· διότι ὁ Ἴδιος εἶναι τὸ πᾶν καὶ μὲ τὴ δύναμή του σχημάτισε τὰ πάντα.
Τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ διάκρισή της κάθε εἴδους παρατηρήσεως. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια γνώση τῆς φύσεως, ἡ ὁποία εἶναι βέβαια καλὴ γιὰ τοὺς τέλειους καὶ γι’ αὐτοὺς ποὺ ζοῦν τὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ, διότι τοὺς καθιστὰ γνωστὴ τὴν παντοδυναμία του Δημιουργοῦ καὶ δὲν φοβοῦνται τὴν πτώση, καθὼς μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἔχουν φθάσει σὲ κάποιο βαθμὸ αὐτῆς τῆς θεωρίας· δὲν εἶναι ὅμως καλῆ γιὰ τοὺς νέους καὶ ἐπιρρεπεῖς στὶς ἐπιθυμίες, διότι ἡ φροντίδα γιὰ τὸ σῶμα τους τραβὰ τὴν προσοχὴ καὶ τοὺς ἀποσπᾶ, καθὼς εἶναι ἀσταθεῖς στὴν παραμονὴ στὸ ἀγαθὸ καὶ δὲν σταθεροποιήθηκαν ἀκόμη στὴν ἀφοσίωση στὸ μοναδικὸ καλό.