Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός.
Κεφάλαιο 32ο
Για την αίσθηση.
Ἡ αἴσθηση εἶναι δύναμη τῆς ψυχῆς ἱκανὴ ν’ ἀντιλαμβάνεται τὰ ὑλικὰ πράγματα, δηλαδὴ διαγνωστικὴ ἱκανότητα. Αἰσθητήρια πάλι εἶναι τὰ ὄργανα, δηλαδὴ τὰ μέλη τοῦ σώματος, μὲ τὰ ὁποία αἰσθανόμαστε. Αἰσθητὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ ὑποπίπτουν στὶς αἰσθήσεις. Αἰσθητικὸ ὂν εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει αἰσθήσεις.
Οἱ αἰσθήσεις εἶναι πέντε καὶ τὰ αἰσθητήρια πέντε. Πρώτη αἴσθηση εἶναι ἡ ὅραση· αἰσθητήρια καὶ ὄργανα τῆς ὁράσεως εἶναι τὰ νεῦρα τοῦ ἐγκεφάλου καὶ τὰ μάτια. Ἡ ὅραση πρῶτα ἀντιλαμβάνεται τὸ χρῶμα, διακρίνει στὴ συνέχεια καὶ τὸ χρωματισμένο σῶμα, τὸ μέγεθος καὶ τὸ σχῆμα του, τὸν τόπο ὅπου βρίσκεται, τὸ ἐνδιάμεσο διάστημα, τὴν ποσότητα, τὴν κίνηση καὶ τὴ στάση, τὸ τραχὺ καὶ τὸ λεῖο, τὸ ὁμαλὸ καὶ τὸ ἀνώμαλο, τὸ κοφτερὸ καὶ τὸ ἀμβλύ, τὴ σύνθεση, ἂν εἶναι ὑδάτινη ἢ χωματένια, δηλαδὴ ξερὴ ἢ ὑγρή. Δεύτερη αἴσθηση εἶναι ἡ ἀκοή, ἡ ὁποία ἀντιλαμβάνεται τὶς φωνὲς καὶ τοὺς θορύβους. Διακρίνει τὸν ὀξὺ ἢ βαρὺ τόνο τους, τὴν ἁπαλότητα, τὴν σκληρότητα καὶ τὴν ἔνταση. Ὄργανά της εἶναι τὰ μαλακὰ νεῦρα του ἐγκεφάλου καὶ ἡ ἰδιοσυστασία τῆς κατασκευῆς τῶν αὐτιῶν. Μόνον ὁ ἄνθρωπος καὶ ὁ πίθηκος δὲν κινοῦν τὰ αὐτιά τους.
Τρίτη αἴσθηση εἶναι ἡ ὄσφρηση, ἡ ὁποία παράγεται μέσα ἀπὸ τὰ ρουθούνια, τὰ ὁποῖα στέλνουν τὶς ἀναπνοὲς στὸν ἐγκέφαλο· ἡ ὄσφρηση καταλήγει στὰ ἄκρα τῶν ἐμπροσθίων κοιλοτήτων τοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ ὄσφρηση αἰσθάνεται καὶ ἀντιλαμβάνεται τὶς ὀσμές. Ἡ βασικὴ διάκριση τῶν ὀσμῶν εἶναι ἡ εὐωδία, ἡ δυσωδία καὶ τὸ ἐνδιάμεσό τους, τὸ ὁποῖο δὲν μυρίζει οὔτε ὡραῖα οὔτε ἄσχημα. Εὐωδία ἔχουμε, ὅταν τὰ ὑγρὰ ποὺ ὑπάρχουν στὰ σώματα ἐξατμίζονται ἀμέσως σέ ἐνδιάμεση κατάσταση, ὅταν ἐξατμίζονται μέτρια· καὶ δυσωδία ὑπάρχει, ὅταν δὲν ἐξατμίζονται καθόλου ἢ πολὺ λίγο.
Τέταρτη αἴσθηση εἶναι ἡ γεύση. Αὐτὴ ἔχει τὴν ἰδιότητα ν’ ἀντιλαμβάνεται τοὺς χυμούς, δηλαδὴ νὰ τοὺς αἰσθάνεται. Ἔχει ὡς ὄργανα τὴ γλώσσα καὶ περισσότερο τὸ ἄκρο της καὶ τὴν ὑπερώα, ποὺ ὁρισμένοι τὴν ὀνομάζουν οὐρανίσκο· σ’ αὐτὰ βρίσκονται τὰ νεῦρα ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὸν ἐγκέφαλο, τὰ ὁποία καταλαμβάνουν πολὺ χῶρο καὶ εἰδοποιοῦν τὸν ἡγεμόνα νοῦ γιὰ ὅ,τι ἀντιλήφθηκαν, δηλαδὴ αἰσθάνθηκαν. Οἱ ὀνομαζόμενες πάλι γευστικὲς ποιότητες τῶν χυμῶν εἶναι οἱ ἑξῆς: ἡ γλυκύτητα, ἡ καυστικότητα, ἡ ὀξύτητα, ἡ ἁψάδα, ἡ στυφότητα, ἡ πικρότητα, ἡ ἁλμυρότητα, ἡ λιπαρότητα, ἡ κολλητικότητα. Ἡ γεύση ἔχει τὴ δυνατότητα ὅλες αὐτὲς νὰ τὶς διακρίνει. Τὸ νερὸ ὅμως εἶναι δὲν ἔχει σχέση μὲ αὐτὲς τὶς ποιότητες· διότι δὲν ἔχει καμία ἀπ’ αὐτές. Ἡ ἁψάδα πάλι εἶναι αὔξηση καὶ πλεονασμὸς τῆς στυφότητος.
Πέμπτη αἴσθηση εἶναι ἡ ἁφή, τὴν ὁποία ἔχουν ὅλα τὰ ζῶα. Αὐτὴ σχηματίζεται ἀπὸ τὰ νεῦρα ποὺ ὁ ἐγκέφαλος στέλνει σὲ ὅλο τὸ σῶμα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλο τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ τὰ ὑπόλοιπα αἰσθητήρια ἔχουν τὴν αἴσθηση τῆς ἁφῆς. Ἡ ἁφὴ ἀντιλαμβάνεται τὸ ψυχρὸ καὶ τὸ θερμό, τὸ μαλακὸ καὶ τὸ σκληρὸ τὸ κολλῶδες καὶ τὸ ξηρό, τὸ βαρὺ καὶ τὸ ἐλαφρό· αὐτὰ γίνονται ἀντιληπτὰ μόνον μὲ τὴν ἁφή. Κοινὰ αἰσθήματα τῆς ἁφῆς καὶ τῆς ὁράσεως εἶναι τὸ τραχὺ καὶ τὸ λεῖο, τὸ ξηρὸ καὶ τὸ ὑγρό, τὸ παχὺ καὶ τὸ λεπτό, τὸ πάνω καὶ τὸ κάτω, ἡ θέση καὶ ἡ ποσότητα, ὅταν ὑπάρχει τέτοια ποὺ ἡ ἁφὴ νὰ τὴν ἀντιλαμβάνεται μὲ μία ἐνέργειά της· ἀκόμη κοινὰ εἶναι τὸ πυκνὸ καὶ τὸ μανό, δηλαδὴ τὸ ἀραιὸ καὶ τὸ στρόγγυλο, ὅταν εἶναι μικρό, καὶ κάποια ἄλλα σχήματα. Παρόμοια ἡ ἁφὴ αἰσθάνεται καὶ τὸ σῶμα ποὺ πλησιάζει, μὲ τὴ συνεργασία βέβαια τῆς μνήμης καὶ τοῦ νοῦ. Τὸ ἴδιο ἀντιλαμβάνεται καὶ τὴν ποσότητα μέχρι δυὸ ἢ τρία σώματα καὶ ἐφόσον αὐτὰ εἶναι μικρὰ καὶ εὔκολα γίνονται ἀντιληπτά. Αὐτὰ ὅμως, περισσότερο ἀπὸ τὴν ἁφή, τὰ ἀντιλαμβάνεται ἡ ὅραση. Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ Δημιουργὸς κατασκεύασε τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ἄλλα αἰσθητήρια διπλό, ὥστε, ὅταν τὸ ἕνα καταστρέφεται, τὸ ἄλλο ν’ ἀναπληρώνει τὸ χαλασμένο· ἔτσι ἔφτιαξε δυὸ μάτια, δυὸ αὐτιά, δυὸ ρουθούνια τῆς μύτης, δυὸ γλῶσσες, οἱ ὁποῖες σὲ κάποια ζῶα, ὅπως στὰ φίδια, ὑπάρχουν χωριστά, καὶ σ’ ἄλλα ὄντα, ὅπως στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἑνωμένες σὲ μία. Τὴν ἁφὴ ὅμως τὴν σκόρπισε σὲ ὅλο τὸ σῶμα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ὀστά, τὰ τὰ νύχια, τὰ κέρατα, τὶς τρίχες, τὶς ἀρθρώσεις καὶ σὲ μερικὰ ἄλλα τέτοια. Νὰ γνωρίζουμε ἀκόμη ὅτι ἡ ὅραση βλέπει σὲ εὐθεία γραμμή, ἡ ὄσφρηση ὅμως καὶ ἡ ἀκοὴ ἀντιλαμβάνονται ὄχι μόνο σὲ εὐθεία ἀλλὰ ἀπὸ παντοῦ. Ἡ ἁφὴ πάλι καὶ ἡ γεύση δὲν ἀντιλαμβάνονται οὔτε σὲ εὐθεία γραμμὴ οὔτε ἀπὸ παντοῦ, ἀλλὰ τότε μόνον, ὅταν ἔλθουν κοντὰ στὰ ἴδια τὰ χέρια.