Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός.
Κεφάλαιο 35ο
Γιὰ τὸν ἐνδιάθετο καὶ προφορικὸ λόγο.
Διαιρεῖται ἀκόμη τὸ λογικό της ψυχῆς σὲ ἐνδιάθετο καὶ προφορικὸ λόγο. Ὁ ἐνδιάθετος λόγος εἶναι κίνηση τῆς ψυχῆς ποὺ συμβαίνει μέσα στὸ νοῦ, χωρὶς ὅμως νὰ εἰπωθεῖ τίποτε μὲ τὸ στόμα· γι’ αὐτό, πολλὲς φορές, ἐνῶ σιωπᾶμε, κάνουμε ὁλόκληρη συνομιλία μέσα μας καὶ συζητᾶμε στὰ ὄνειρα μᾶς. Καὶ αὐτὸ τὸ γεγονὸς πιστοποιεῖ τὴ λογικότητά μας· μάλιστα, ὅσοι εἶναι ἀπὸ τὴ γέννησή τους κουφοὶ ἤ, ἐξαιτίας κάποιας ἀρρώστιας ἢ δυστυχήματος, ἔχασαν τὴ φωνή τους, εἶναι ἐξίσου λογικοί. Ὁ προφορικὸς λόγος πάλι δείχνει τὴν ἐνέργειά του μὲ τὴ φωνὴ καὶ τὶς γλωσσικὲς διαλέκτους· εἶναι, δηλαδή, ὁ λόγος ποὺ ἐκφέρεται μὲ τὴ γλώσσα καὶ τὸ στόμα· γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται προφορικός. Εἶναι μάλιστα ἀγγελιαφόρος τῆς σκέψεως. Καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ λεγόμαστε ὁμιλητικοί.
Κεφάλαιο 36ο
Γιὰ τὸ πάθος καὶ τὴν ἐνέργεια.
Τὸ πάθος εἶναι λέξη μὲ πολλὲς σημασίες· πάθος ὀνομάζουμε καὶ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει στὸ σῶμα, ὅπως ἀρρώστιες καὶ πληγές, καὶ αὐτὸ ποὺ γίνεται στὴν ψυχή, ὅπως ἡ ἐπιθυμία καὶ ὁ θυμός. Γενικὰ καὶ τὸ ἴδιο γιὰ ὅλα, πάθος ἐνὸς ὄντος εἶναι αὐτὸ ποὺ ἔχει ἐπακόλουθο τὴν ἡδονὴ καὶ τὴ λύπη· διότι ἡ λύπη ἀκολουθεῖ τὸ πάθος. Καὶ δὲν εἶναι ἡ λύπη τὸ ἴδιο τὸ πάθος· διότι αὐτὰ ποὺ δὲν ἔχουν αἰσθήσεις, ὅταν πάσχουν, δὲν πονοῦν. Ἑπομένως, τὸ πάθος δὲν εἶναι πόνος, ἀλλὰ (πόνος εἶναι) ἡ ἀντίληψη τοῦ πάθους. Καὶ πρέπει τὸ πάθος νὰ εἶναι ἀξιόλογο, δηλαδὴ μεγάλο, γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθοῦν οἱ αἰσθήσεις. Ὁ ὁρισμὸς τῶν ψυχικῶν παθῶν εἶναι ὁ ἑξῆς: πάθος εἶναι ἡ αἰσθητὴ κίνησή της ἐπιθυμητικὴς δυνάμεως τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ φαντασθοῦμε κάτι καλὸ ἢ κακό. Καὶ ἀλλιῶς: πάθος εἶναι ἄλογη κίνηση τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ κατανοήσει τὸ καλὸ ἢ τὸ κακό. Ἡ κατανόηση βέβαια τοῦ καλοῦ διεγείρει τὴν ἐπιθυμία, ἐνῶ τοῦ κακοῦ τὸ θυμό. Τὸ γενικό, δηλαδὴ τὸ κοινὸ πάθος, ἔχει τὸν ἀκόλουθο ὁρισμό: πάθος εἶναι κίνηση ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Ἐνέργεια πάλι εἶναι δραστικὴ κίνηση· καὶ δραστικὸ ὀνομάζεται αὐτὸ ποὺ κινεῖται ἀπὸ μόνο του.
Ἔτσι βέβαια καὶ ὁ θυμὸς ἀποτελεῖ ἐνέργεια τοῦ θυμοειδοῦς, ἀλλὰ εἶναι πάθος καὶ τῶν δυὸ μερῶν, δηλαδὴ τῆς ψυχῆς καὶ προπαντὸς ὅλου του σώματος, ὅταν ὁ θυμὸς τὸ ἐξωθεὶ μὲ βία σὲ πράξεις· τὸ ἕνα δηλαδὴ προξένηση κίνηση στὸ ἄλλο, γεγονὸς ποὺ ὀνομάζεται πάθος. Καὶ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἡ ἐνέργεια ὀνομάζεται πάθος· ἐνέργεια δηλαδὴ εἶναι ἡ φυσικὴ κίνηση, ἐνῶ πάθος ἡ παρὰ φύση. Σύμφωνα λοιπὸν μ’ αὐτά, ἡ ἐνέργεια λέγεται πάθος, ὅταν δὲν κινεῖται φυσικά, εἴτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό της εἴτε ἀπὸ κάποιον ἄλλον. Γιὰ παράδειγμα, ἡ κίνηση τῆς καρδιᾶς μέ τους σφυγμοὺς ἀποτελεῖ φυσικὴ κίνηση, ἐνῶ ἡ κίνησή της μὲ τοὺς παλμούς, ἐπειδὴ εἶναι ἀκονόνιστη καὶ ἀφύσικη, ἀποτελεῖ πάθος καὶ ὄχι ἐνέργεια. Κάθε κίνηση ὅμως τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς δὲν ὀνομάζεται πάθος, ἀλλὰ οἱ πιὸ δυνατὲς ποὺ γίνονται ἀντιληπτές· οἱ μικρὲς καὶ ἀνεπαίσθητες κινήσεις δὲν εἶναι ἀκόμη πάθη· πρέπει δηλαδὴ τὸ πάθος νὰ ἔχει καὶ ἀξιόλογο μέγεθος. Γι’ αὐτὸ προσθέτουμε στὸν ὁρισμὸ τοῦ πάθους καὶ τὸν προσδιορισμὸ «αἰσθητὴ κίνηση»· καθὼς οἱ μικρὲς κινήσεις, ἐπειδὴ διαφεύγουν τὴν ἀντίληψή μας, δὲν δημιουργοῦν πάθος.
Ὀφείλουμε νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ ψυχή μας ἔχει δυὸ εἰδῶν δυνάμεις, τὶς γνωστικὲς καὶ τὶς ζωτικές. Γνωστικὲς εἶναι ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, ἡ γνώμη, ἡ φαντασία καὶ ἡ αἴσθηση. Ζωτικές, δηλαδὴ ἐπιθυμητικές, εἶναι ἡ βούληση καὶ ἡ προαίρεση. Γιὰ νὰ κάνουμε μάλιστο πιὸ συγκεκριμένο αὐτὸ ποὺ λέμε, ἄς ἀναφερθοῦμε μὲ λεπτομέρειες σ’ αὐτές. Καὶ πρῶτα νὰ μιλήσουμε γιὰ τὶς γνωστικὲς δυνάμεις. Ἀρκετὰ ἤδη εἴπαμε προηγουμένως γιὰ τὴν φαντασία καὶ τὴν αἴσθηση. Μὲ τὴν αἴσθηση, λοιπόν, δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ πάθος, τὸ ὁποῖο ὀνομάζουμε φαντασία· καὶ ἀπὸ τὴ φαντασία δημιουργεῖται ἡ ἰδέα. Στὴ συνέχεια, ἡ διάνοια, ἀφοῦ ἐξετάσει τὴν ἰδέα, ἂν εἶναι ἀληθὴς ἢ ψευδῆς, καταλήγει στὴν ἀλήθεια· γι’ αὐτὸ λέγεται καὶ διάνοια, ἐπειδὴ ἐξετάζει καὶ ξεχωρίζει (τὴν ἀλήθεια). Ἐκεῖνο, λοιπόν, ποὺ ἀποδείχθηκε καὶ βρέθηκε ἀληθινὸ ὀνομάζεται νοῦς (διανόημα). Καὶ μὲ ἄλλη διατύπωση· πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ πρώτη κίνηση τοῦ νοῦ λέγεται νόηση· ἡ νόηση πάλι γιὰ κάτι λέγεται λογισμός, ὁ ὁποῖος, ἂν παραμείνει καὶ σχηματίσει στὴν ψυχὴ παράσταση σχετικὴ μὲ τὸ νοούμενο, καλεῖται σκέψη. Ἡ σκέψη πάλι, ἂν μείνει προσηλωμένη στὸ ἴδιο καὶ ἐλέγξει καὶ ἐξετάσει τὸν ἑαυτό της, λέγεται φρόνηση. Ἡ φρόνηση πλέον, ἂν διευρυνθεῖ, σχηματίζει διαλογισμό, ποὺ τὸν ὀνομάζουμε ἐνδιάθετο λόγο καὶ τὸν ὁρίζουμε ὡς πλήρη κίνηση τῆς ψυχῆς ποὺ συμβαίνει στὸ μέρος του διανοητικοῦ, χωρὶς τίποτε νὰ ἐκφωνεῖται· αὐτός, λένε, δημιουργεῖ τὸν προφορικὸ λόγο, ὁ ὁποῖος ὁμιλεῖται μὲ τὴ γλώσσα.