Ὁ Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός.
Κεφάλαιο 38ο
Γιά τό ἑκούσιο καί τό ἀκούσιο.
Ἐπειδή σέ μία πράξη ὑπάρχει ἡ ἑκούσια καί σ’ ἄλλη ἡ θεωρούμενη ἀκούσια συμμετοχή καί πολλοί πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει ἡ ἀκούσια συμμετοχή ὄχι μόνον ὅταν ὑποφέρουμε ἀλλά καί ὅταν ἐνεργοῦμε, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ἡ πράξη εἶναι λογική ἐνέργεια καί ὅτι μετά τίς πράξεις ἀκολουθεῖ ἤ ἔπαινος ἤ κατηγορία. Καί ἄλλες πράξεις γίνονται μέ εὐχαρίστηση καί ἄλλες μέ λύπη. Αὐτός πού τίς κάμει, ἄλλες τίς προτιμᾶ καί ἄλλες τίς ἀποφεύγει• καί ἀπ’ αὐτές πού προτιμᾶ, ἄλλες τίς προτιμᾶ γιά πάντα, ἐνῷ ἄλλες πρόσκαιρα• τό ἴδιο καί αὐτές πού ἀποφεύγει. Ἐπίσης, ἄλλες ἀπό τίς πράξεις κινοῦν τήν συμπάθεια, ἄλλες θεωροῦνται ἄξιες συγχωρήσεως, ἄλλες εἶναι μισητές καί ἄλλες ἄξιες τιμωρίας. Στήν ἑκούσια, λοιπόν, συμμετοχή ἀκολουθεῖ ὁπωσδήποτε ἔπαινος ἤ κατηγορία καί ὅτι αὐτός πού τίς κάμει τίς προτιμᾶ ἤ γιά πάντα ἤ γιά κάποιο χρονικό διάστημα πού γίνονται. Στήν ἀκούσια ὅμως συμμετοχή ἀκολουθεῖ ἡ συγχώρεση ἤ ἡ συμπάθεια, ὅτι γίνονται μέ λύπη καί ὅτι δέν τίς ἐπιλέγει οὔτε τίς ἐνεργεῖ ἀπό τόν ἑαυτό τοῦ αὐτός πού τίς κάμει, ἀκόμη κι ἄν πιέζεται. Ἡ ἀκούσια συμμετοχή ὀφείλεται ἀπό τή μία στή βία κι ἀπό τήν ἄλλη στήν ἄγνοια• στή βία βέβαια ὀφείλεται, ὅταν ἡ δημιουργική ἀρχή, δηλαδή ἡ αἰτία τῆς βρίσκεται ἔξω ἀπό μας, ὅταν δηλαδή ἄλλος μᾶς πιέζει, χωρίς καθόλου νά μᾶς πείθει καί χωρίς νά συμμετέχουμε αὐθόρμητα ἤ νά συμπράττουμε ἤ νά κάνουμε ἀπό μόνοι μας αὐτό γιά τό ὁποῖο μᾶς πιέζουν.
Ὁ ὁρισμός αὐτοῦ εἶναι: ἀκούσια συμμετοχή εἶναι αὐτή τῆς ὁποίας ἡ ἀρχή βρίσκεται ἔξω ἀπό μᾶς, χωρίς καθόλου νά συμμετέχει μέ τόν ἑαυτό τοῦ αὐτός πού δέχθηκε πίεση. Ἀρχή πάλι ὀνομάζουμε τή δημιουργική αἰτία. Ἡ ἀκούσια ὅμως συμμετοχή ὀφείλεται στήν ἄγνοια, ὅταν οἱ ἴδιοι δέν γινόμαστε αἴτιοί της ἄγνοιας, ἀλλά ὅταν ἔτσι συμβεῖ. Γιά παράδειγμα, ἄν κάποιος μεθυσμένος κάνει φόνο, σκότωσε ἀπό ἄγνοια, ἀλλά ὄχι ἄθελα• διότι ὁ ἴδιος προξένησε τήν αἰτία τῆς ἄγνοιας, δηλαδή τή μέθη. Ἄν ὅμως κάποιος ρίχνοντας τό τόξο τοῦ σέ συνηθισμένο τόπο, σκότωσε τόν πατέρα του πού περνοῦσε τυχαία, τότε λέμε ὅτι χωρίς τή θέλησή του τό ἔπραξε, ἀπό ἄγνοια. Ἐνῷ, λοιπόν, ἡ ἀκούσια συμμετοχή εἶναι δύο εἰδῶν, ἕνα εἶδος μέ πίεση καί ἄλλο ἀπό ἄγνοια, ἡ ἑκούσια συμμετοχή εἶναι ἀντίθετη καί στά δύο• διότι ἑκούσια συμμετοχή εἶναι ἐκείνη πού γίνεται χωρίς πίεση καί χωρίς ἄγνοια. Ἑκούσια, λοιπόν, συμμετοχή εἶναι αὐτή πού ἡ ἀρχή της, δηλαδή ἡ αἰτία, ὑπάρχει σ’ αὐτόν τόν ἴδιο πού γνωρίζει τίς σχετικές λεπτομέρειες, μέ τίς ὁποῖες συντελεῖται ἡ πράξη.
Σχετικές λεπτομέρειες εἶναι αὐτές πού οἱ ρήτορες ὀνομάζουν παραμέτρους: ὅπως «ποιός», δηλαδή ὁ δράστης, «ποιό», δηλαδή τό θῦμα, «ποιά», δηλαδή ἡ πράξη, ἄν τυχόν διέπραξε φόνο• «μέ τί», δηλαδή μέ ποιό ὄργανο, «πού», δηλαδή σέ ποιό τόπο, «πότε», δηλαδή σέ ποιό χρόνο, «πῶς», δηλαδή μέ ποιό τρόπο ἔγινε ἡ πράξη, «γιατί», δηλαδή γιά ποιά αἰτία. Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν ὁρισμένες ἐνέργειές μας ἐνδιάμεσες μεταξύ ἑκουσίων καί ἀκουσίων, τίς ὁποῖες δεχόμαστε, ἄν καί εἶναι δυσάρεστες καί λυπηρές, γιά ν’ ἀποφύγουμε μεγαλύτερο κακό, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ ναυαγίου ρίχνουμε στή θάλασσα τά ἐμπορεύματα τοῦ πλοίου.
Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι τά παιδιά καί τά ἄλογα ἐνεργοῦν μέ τή θέλησή τους, ἀλλά χωρίς νά προαποφασίσουν• καί ὅτι, ὅσα κάνουμε ἐξαιτίας τῆς ὀργῆς, χωρίς προηγουμένως νά σκεφθοῦμε, τό κάνουμε μέ τή θέλησή μας, ἀλλά ὄχι καί μέ προηγούμενη ἀπόφαση. Καί ὁ φίλος μας παρουσιάστηε ξαφνικά μέ τή θέλησή μας, χωρίς ὅμως νά προαποφασίσουμε. Κι αὐτός πού βρῆκε ἀνέλπιστα θησαυρό, τόν βρῆκε μέ τή θέλησή του, ἀλλά χωρίς νά προαποφασίσει. Ὅλα αὐτά εἶναι ἑκούσια, διότι μᾶς προκαλοῦν εὐχαρίστηση, ἀλλά δέν γίνονται μέ προηγούμενη ἀπόφαση, διότι δέν τά ἔχουμε σκεφθεῖ. Πρέπει, ἐπίσης, ὅπως εἴπαμε, ἡ σκέψη νά προηγεῖται ἀπό τήν ἀπόφαση.