Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός.
«Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως».
Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr.
Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 59 (Γ)
Γιά τίς ἐνέργειες πού ἔχει ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός
Ἐπίσης, ἄν ἡ πρόνοια γιά τά ὄντα δέν ἀνήκει μόνο στόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά καί στόν Υἱό καί μετά τήν ἐνανθρώπησή του, καί ἐφόσον ἡ πρόνοια εἶναι ἐνέργεια, ἑπομένως καί μετά τή σάρκωση ὁ Υἱός ἔχει τήν ἴδια ἐνέργεια μέ τόν Πατέρα. Ἐάν πάλι ἀντιληφθήκαμε ἀπό τά θαύματα ὅτι ὁ Χριστός ἔχει τήν ἴδια ἐνέργεια μέ τόν Πατέρα καί ὅτι τά θαύματα ἀποτελοῦν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἑπομένως καί μετά τή σάρκωση ὁ Υἱός ἔχει τήν ἴδια ἐνέργεια μέ τόν Πατέρα.
Ἐάν πάλι ἡ θεότητα καί ἡ ἀνθρωπότητά του ἔχουν μία ἐνέργεια, τότε αὐτή θά εἶναι σύνθετη καί εἴτε θά ἔχει διαφορετική ἐνέργεια ἀπό τόν Πατέρα εἴτε καί ὁ Πατέρας θά ἔχει σύνθετη ἐνέργεια. Ἐάν ὅμως ἔχει σύνθετη ἐνέργεια, σίγουρα θά ἔχει καί σύνθετη φύση.
Ἐάν ὅμως πούν ὅτι μέ τήν ἐνέργεια ἐννοεῖται συγχρόνως καί τό πρόσωπο, θά πούμε ὅτι, ἄν μέ τήν ἐνέργεια ἐννοεῖται καί τό πρόσωπο, σύμφωνα μέ τή λογική ἀντιστροφή, καί μέ τό πρόσωπο θά ἐννοεῖται συγχρόνως καί ἡ ἐνέργεια• καί θά ὑπάρχουν, ὅπως τά τρία πρόσωπα, δηλαδή οἱ ὑποστάσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔτσι καί τρεῖς ἐνέργειες, ἤ ὅπως ἀκριβῶς μία ἐνέργεια, ἔτσι καί ἕνα πρόσωπο καί μία ὑπόσταση. Ἀλλά οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔχουν πεῖ ὅλοι ἀπό κοινοῦ ὅτι αὐτά πού ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, ἔχουν καί τήν ἴδια ἐνέργεια.
Καί ἀκόμη, ἄν μέ τήν ἐνέργεια ἐννοεῖται συγχρόνως καί τό πρόσωπο, τότε αὐτοί πού θέσπισαν νά λέμε ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔχει οὔτε μία οὔτε δύο ἐνέργειες, αὐτοί καθιέρωσαν νά λέμε ὅτι δέν ἔχει οὔτε ἕνα οὔτε δύο πρόσωπα. Καί ὅπως στό πυρακτωμένο μαχαῖρι διατηροῦνται οἱ φύσεις, τῆς φωτιᾶς καί τοῦ σιδήρου, ἔτσι εἶναι δύο καί οἱ ἐνέργειες καί τά ἀποτελέσματά τους. Ἔχει δηλαδή ὁ σίδηρος τήν ἰδιότητα νά κόβει, καί ἔχει πάλι ἡ φωτιά τήν ἰδιότητα νά καίει• καί τό κόψιμο εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐνέργειάς του σιδήρου, ἐνῷ τό κάψιμο τῆς φωτιᾶς. Ἡ διαφορά τούς διατηρεῖται στό καμένο κόψιμο καί στό κομμένο κάψιμο, ἄν καί μετά τήν ἕνωση δέν θά μποροῦσε νά γίνει οὔτε τό κάψιμο δίχως τό κόψιμο οὔτε τό κόψιμο δίχως τό κάψιμο. Καί οὔτε, ἐπειδή εἶναι διπλή ἡ φυσική ἐνέργεια, λέμε ὅτι ἔχουμε δύο πυρακτωμένα μαχαίρια οὔτε πάλι, ἐπειδή εἶναι ἕνα τό πυρακτωμένο μαχαῖρι, συγχέουμε τή διαφορά πού διακρίνει τή φύση τους.
Ἔτσι καί στό Χριστό, ἡ θεία καί παντοδύναμη ἐνέργειά του ἀνήκει στή θεία φύση, ἐνῷ ἡ ἀνθρώπινη ἐνέργεια ἀνήκει στήν ἀνθρώπινη φύση του. Ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρώπινης ἐνέργειάς του εἶναι νά κρατήσει καί νά τραβήξει τό χέρι τοῦ παιδιοῦ, ἐνῷ τῆς θείας εἶναι ἡ παροχή τῆς ζωῆς. Διότι ἄλλο εἶναι τό ἕνα καί ἄλλο τό ἄλλο, ἄν καί μέσα στή θεανδρική ἐνέργειά του οἱ ἐνέργειες εἶναι ἀχώριστες μεταξύ τους. Ἐάν ὅμως, ἐπειδή εἶναι μία ἡ ὑπόσταση τοῦ Κυρίου, πιστεύουμε ὅτι θά εἶναι καί ἡ ἐνέργεια τοῦ μία, τότε ἐξαιτίας τῆς μίας ὑποστάσεως θά ἔπρεπε εἶναι καί μία ἡ οὐσία του. Καί ἀκόμη• ἄν ἀποδώσουμε στόν Κύριο μία ἐνέργεια, θά πούμε ὅτι αὐτή εἶναι ἤ θεϊκή ἤ ἀνθρώπινη ἤ οὔτε ἡ μία οὔτε ἡ ἄλλη. Ἐάν πούμε ὅτι εἶναι θεϊκή, τότε θά δεχθοῦμε ὅτι εἶναι Θεός χωρίς τήν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἐάν πούμε ὅτι εἶναι ἀνθρώπινη, τότε μέ ἀσέβεια θά τόν θεωρήσουμε μόνο ἄνθρωπο. Καί ἄν πούμε ὅτι δέν εἶναι οὔτε θεία οὔτε ἀνθρώπινη, θά δεχθοῦμε ὅτι δέν εἶναι οὔτε Θεός οὔτε ἄνθρωπος οὔτε ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα του καί μέ μας. Διότι ἡ ταυτότητα τῆς ὑποστάσεως προῆλθε ἀπό τήν ἕνωση, ἀλλά καί ἀνατράπηκε ἡ διαφορά τῶν φύσεων. Ἄν ὅμως διατηρηθεῖ ἡ διαφορά τῶν φύσεων, σίγουρα θά διατηρηθοῦν καί οἱ ἐνέργειές τους• διότι δέν ὑπάρχει φύση χωρίς ἐνέργεια.
Ἐάν ἡ ἐνέργεια τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ εἶναι μία, θά εἶναι ἤ κτιστή ἤ ἄκτιστη• διότι δέν ὑπάρχει ἐνδιάμεση ἐνέργεια, ὅπως δέν ὑπάρχει καί φύση. Ἐάν εἶναι κτιστή, θά φανερώσει μόνο κτιστή φύση• ἐάν εἶναι ἄκτιστη, θά δείξει ὅτι ἡ φύση εἶναι ἄκτιστη. Διότι πρέπει τά φυσικά γνωρίσματα νά συμφωνοῦν ἀπόλυτα μέ τίς φύσεις• εἶναι ἀδύνατο ἡ ὕπαρξη νά ἔχει ἐλλιπῆ φύση. Ἡ ἐνέργεια ὅμως πού εἶναι σύμφωνη μέ τή φύση, δέν ἀνήκει σ’ αὐτά πού εἶναι ἔξω ἀπ’ αὐτήν• καί εἶναι φανερό ὅτι ἡ φύση δέν μπορεῖ οὔτε νά ὑπάρξει οὔτε νά γίνει γνωστή χωρίς τή φυσική της ἐνέργεια. Διότι τό καθένα, πού εἶναι ἀμετάβλητο, μέ ὅ,τι ἐνεργεῖ ἐπιβεβαιώνει τή φύση του. Ἐάν ἡ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία, ἡ ἴδια θά ἐνεργεῖ καί τά θεία καί τά ἀνθρώπινα. Κανένα ὅμως ὄν, ἐάν μένει στή φύση του, δέν μπορεῖ νά ἐνεργεῖ τά ἀντίθετα• γιά παράδειγμα, ἡ φωτιά δέν παγώνει καί θερμαίνει, οὔτε τό νερό ξεραίνει καί ὑγραίνει. Ἑπομένως, πῶς εἶναι δυνατόν αὐτός πού ἦταν φύσει Θεός καί μετά ἔγινε ἄνθρωπος στή φύση, νά ἐπιτελεῖ μέ μία ἐνέργεια καί τά θαύματα καί τά πάθη; Ἄν, λοιπόν, ὁ Χριστός προσέλαβε ἀνθρώπινο νοῦ, δηλαδή ψυχή νοερή καί λογική, ὁπωσδήποτε θά σκέφτεται καί θά σκέφτεται διαρκῶς• διότι ἡ σκέψη ἀποτελεῖ ἐνέργεια τοῦ νοῦ. Ἑπομένως, ὁ Χριστός, ἐπειδή εἶναι ἄνθρωπος, ἐνεργεῖ, καί ἐνεργεῖ πάντοτε. Μάλιστα ὁ μεγάλος ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στό δεύτερο λόγο του στήν ἑρμηνεία τῶν Πράξεων, λέει τά ἑξῆς: «Δέν θά ἀστοχοῦσε κανείς νά ὀνόμαζε καί τό πάθος τοῦ πράξη• διότι μέ ὅλα τά Πάθη τοῦ πέτυχε ἐκεῖνο τό μεγάλο καί θαυμαστό ἔργο, νά καταργήσει δηλαδή τό θάνατο καί νά κάμει ὅλα τά ὑπόλοιπα».