Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός.
«Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως».
Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr.
Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 63
Γιὰ τὴ θεανδρικὴ ἐνέργεια.
Ὁ μακάριος Διονύσιος χαρακτηρίζει τὸ Χριστό, «ποὺ ἔζησε μεταξύ μας. ὡς κάποια καινούργια θεανδρικὴ ἐνέργεια»· χωρὶς νὰ ἀναιρεῖ τὶς φυσικὲς ἐνέργειες, λέει ὅτι ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη καὶ θεία ἐνέργεια προῆλθε μία ἐνέργεια. Παρόμοια θὰ λέγαμε καὶ γιὰ μία καινούργια φύση, ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴ θεία καὶ ἀνθρώπινη φύση· διότι, σύμφωνα μὲ τοὺς ἁγίους Πατέρες, «ὅσα ἔχουν μία ἐνέργεια, αὐτὰ ἔχουν καὶ μία οὐσία». (Ὁ μακάριος Διονύσιος) ἤθελε νὰ δείξει τὸν καινούργιο καὶ ἀνέκφραστο τρόπο τῆς φανερώσεως τῶν φυσικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν ἀνέκφραστο καὶ πρόσφορο τρόπο τῆς ἀλληλοπεριχωρήσεως τῶν φύσεων τοῦ Χριστοῦ· νὰ δείξει τὴν ξένη, παράδοξη καὶ ἄγνωστη στὴ φύση μας ἀνθρώπινη ζωή του καθὼς καὶ τὸν τρόπο τῆς ἀντιδόσεως (τῶν ἰδιοτήτων τῶν φύσεων) στὴν ἀνέκφραστη ἕνωσή τους. Διότι οἱ ἐνέργειες δὲν εἶναι χωρισμένες οὔτε οἱ φύσεις ἐνεργοῦν ξεχωριστά, ἀλλὰ ἑνωμένα· καθεμία ἐνεργεῖ τὸ ἰδιαίτερο γνώρισμά της, συμμετέχοντας ἡ μία στὴ ζωὴ τῆς ἄλλης. Δὲν ἐνεργοῦσε, δηλαδή, τὰ ἀνθρώπινα μόνο μὲ ἀνθρώπινο τρόπο, διότι δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος· οὔτε πάλι τὰ θεία μόνο μὲ τρόπο θεϊκό, διότι δὲν ἦταν ἁπλὸς ἄνθρωπος· ἀλλὰ ἦταν μαζὶ καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Ὅπως δηλαδὴ γνωρίζουμε τὴν ἕνωση τῶν φύσεων καὶ τὴ φυσικὴ διαφορά τους, ἔτσι γνωρίζουμε καὶ τὴ διαφορὰ τῶν θελήσεων καὶ ἐνεργειῶν τῶν (δυό) φύσεων.
Πρέπει νὰ γνωρίζουμε, ἐπίσης, ὅτι ἀναφερόμαστε στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ ἄλλοτε σὰν νὰ πρόκειται γιὰ δυὸ φύσεις καὶ ἄλλοτε σὰν νὰ πρόκειται γιὰ ἕνα πρόσωπο· καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο ἔχουν τὴν ἴδια ἔννοια. Διότι οἱ δυὸ φύσεις εἶναι ὁ ἕνας Χριστός, καὶ ὁ ἕνας Χριστὸς εἶναι οἱ δυὸ φύσεις. Ἑπομένως, εἶναι τὸ ἴδιο νὰ πεῖ κανείς: ὁ Χριστὸς ἐνεργεῖ μὲ καθεμία ἀπὸ τὶς δυὸ φύσεις του ἣ ἐνεργεῖ κάθε φύση στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μὲ συμμετοχὴ στὴ ζωὴ τῆς ἄλλης. Συμμετέχει, λοιπόν, ἡ θεία φύση στὴ σάρκα ποὺ ἐνεργεῖ, ἐπειδὴ ἡ θεία θέληση τῆς ἐπιτρέπει νὰ πάσχει καὶ νὰ κάμει τὰ δικά της χαρακτηριστικά, καὶ ἐπειδὴ ἡ ἐνέργεια τῆς σάρκας τοῦ εἶναι ὁπωσδήποτε σωστική, διότι δὲν ἀποτελεῖ μόνον ἀνθρώπινη ἐνέργεια ἀλλὰ καὶ θεία συνέργεια. Ἡ σάρκα πάλι τοῦ Λόγου συμμετέχει στὴ θεότητά του, ἐπειδὴ τὸ σῶμα σὰν ὄργανο ἐκτελεῖ τὶς θεῖες ἐνέργειες καὶ ἐπειδὴ ἕνας εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐνεργεῖ ταυτόχρονα μὲ θεϊκὸ καὶ ἀνθρώπινο τρόπο.
Πρέπει ἀκόμη νὰ γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἅγιος νοῦς τοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐνεργεῖ καὶ τὶς φυσικές του ἐνέργειες, μὲ τὴ σκέψη καὶ τὴ γνώση ὅτι εἶναι νοῦς του Θεοῦ καὶ ὅτι ὅλη ἡ κτίση τὸν προσκυνᾶ· θυμᾶται τὴ διαμονή του πάνω στὴ γῆ καὶ τὰ πάθη του, καὶ συμμετέχει στὴ θεότητα τοῦ Λόγου ποῦ ἐνεργεῖ, διευθετεῖ καὶ κυβερνᾶ τὸ πᾶν. Σκέφτεται καὶ γνωρίζει καὶ κυβερνᾶ ὄχι σὰν ἁπλὸς ἀνθρώπινος νοῦς, ἀλλὰ σὰν νοῦς ποὺ ἑνώθηκε ὑποστατικὰ μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἔγινε νοῦς τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεανδρικὴ ἐνέργεια, λοιπόν, φανερώνει τὸ ἑξῆς, ὅτι ὅταν ὁ Θεὸς ἀνδρώθηκε, δηλαδὴ ἐνανθρώπησε, καὶ ἡ ἀνθρώπινή του ἐνέργεια ἔγινε θεία, δηλαδὴ θεωμένη καὶ ὄχι ἀμέτοχη στὴ θεία τοῦ ἐνέργεια· καὶ ἡ θεία τοῦ ἐνέργεια πάλι δὲν ἦταν ἀμέτοχη στὴν ἀνθρώπινη ἐνέργειά του, ἀλλὰ ἡ καθεμία συμμετεῖχε στὴν ἄλλη. Ὁ τρόπος αὐτὸς λέγεται περίφραση, ὅταν δηλαδὴ κάποιος μὲ μία λέξη περιλάβει δυὸ ἔννοιες.
Διότι, ὅπως ἀκριβῶς λέμε ὅτι τὸ κομμένο κάψιμο καὶ τὸ καμμένο κόψιμο τοῦ πυρακτωμένου μαχαιριοῦ εἶναι ἕνα, καὶ λέμε ἐπίσης ἄλλη ἐνέργεια τὸ κόψιμο καὶ ἄλλη τὸ κάψιμο, καὶ τὸ καθένα ἀνήκει σὲ διαφορετικὴ φύση –τὸ κάψιμο στὴ φωτιὰ ἐνῶ τὸ κόψιμο στὸ σίδηρο–, ἔτσι καὶ ὅταν λέμε ὅτι ἡ θεανδρικὴ ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία, ἐννοοῦμε τὶς δυὸ ἐνέργειες τῶν δυὸ φύσεών του, δηλαδὴ τὴ θεία ἐνέργεια ποὺ ἀνήκει στὴ θεότητά του καὶ τὴν ἀνθρώπινη ποῦ χαρακτηρίζει τὴν ἀνθρώπινη φύση του.