Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός.
«Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως».
Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr.
Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 65
Γιὰ τὴν ἄγνοια καὶ τὴ δουλεία.
Πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι (ὁ Χριστός) προσέλαβε φύση τὴν ὁποία διακρίνει ἡ ἄγνοια καὶ ἡ δουλικότητα· διότι ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι δούλη τοῦ Θεοῦ πού τὴν ἔπλασε καὶ ἀγνοεῖ τὰ μέλλοντα. Σύμφωνα μὲ τὸ Γρηγόριο τὸ θεολόγο, «ἐὰν ξεχωρίσεις αὐτὸ ποὺ βλέπουμε ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε μὲ τὸ νοῦ», ἡ σάρκα εἶναι δούλη καὶ ἔχει ἄγνοια· ἀλλά, ἡ ψυχὴ τοῦ Κυρίου, χάρη στὴν ταύτισή της μὲ τὴν ὑπόστασή του καὶ τὴν πλήρη ἕνωση μαζί του, ἔγινε πολὺ πλούσια ἀπὸ τὴ γνώση τῶν μελλόντων, ὅπως καὶ ἀπὸ τὶς ὑπόλοιπες θεοσημίες. Διότι, ὅπως ἡ σάρκα τῶν ἀνθρώπων σύμφωνα μὲ τὴ φύση της δὲν εἶναι ζωοποιά, ἐνῶ ἡ σάρκα τοῦ Κυρίου, ἐπειδὴ ἑνώθηκε ὑποστατικὰ μὲ τὸ Θεὸ Λόγο, δὲν ἔχασε τὴ φυσική της θνητότητα, ἀλλὰ ἔγινε ζωοποιὸς ἐξαιτίας τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως μὲ τὸ Λόγο· καὶ δὲν μποροῦμε νὰ πούμε ὅτι δὲν ἦταν καὶ εἶναι πάντοτε ζωοοποιός. Ἔτσι, λοιπόν, ἡ ἀνθρώπινη φύση δὲν ἔχει ἀποκτήσει ἀπὸ τὴ φύση της τὴ γνώση τῶν μελλόντων, ἐνῶ ἡ ψυχὴ τοῦ Κυρίου ἐξαιτίας της ἑνώσεώς της μὲ τὸ Θεὸ Λόγο καὶ τὴν ὑποστατικὴ ταύτιση ἔγινε πολὺ πλούσια, ὅπως προανέφερα, στὶς ὑπόλοιπες θεοσημεῖες καὶ στὴ γνώση γιὰ τὰ μέλλοντα.
Πρέπει, ἐπίσης, νὰ γνωρίζουμε ὅτι δὲν μποροῦμε (τὸν Χριστό) οὔτε δοῦλο νὰ τὸν λέμε· διότι τὰ ὀνόματα «δοῦλος» ἢ «δεσπότης» δὲν εἶναι γνωρίσματα τῆς φύσεως, ἀλλὰ τῶν σχέσεων, ὅπως τὰ ὀνόματα «πατέρας» ἢ «υἱός». Αὐτὰ δηλαδὴ δὲν δείχνουν τὴν οὐσία ἀλλὰ τὶς σχέσεις. Ὅπως ἀκριβῶς εἴπαμε γιὰ τὴν ἄγνοια ὅτι, ἐὰν διακρίνεις τὸ κτιστὸ ἀπὸ τὸ ἄκτιστο μὲ ἀμυδρὲς ἰδέες, δηλαδὴ μὲ λεπτὲς φαντασίες τοῦ νοῦ, τότε ἡ σάρκα θὰ ἦταν δούλη τοῦ Θεοῦ, ἐὰν δὲν ἑνώνονταν μὲ τὸ Θεὸ Λόγο· ἀφοῦ ὅμως ἑνώθηκε ὑποστατικά, πὼς θὰ εἶναι δούλη; Ἐπειδή, δηλαδή, ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ δοῦλος τοῦ ἐαυτοῦ του καὶ Κύριος· διότι αὐτὰ δὲν εἶναι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ λέγονται ἁπλοϊκά, ἀλλὰ σχετικὰ μὲ κάτι ἄλλο. Ποιανοὺ δοῦλος, λοιπόν, θὰ εἶναι; Τοῦ Πατέρα; Καλά! Ἀλλά, ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατέρας, δὲν εἶναι καὶ τοῦ Υἱοῦ; Ἐάν, λοιπόν, εἶναι δοῦλος τοῦ Πατέρα, δὲν εἶναι καθόλου του ἑαυτοῦ του.
Καὶ πώς, ἐὰν ὁ ἴδιος εἶναι δοῦλος, λέει ὁ ἀπόστολος γιὰ μᾶς: «ὥστε δὲν εἶναι καθόλου δοῦλος, ἀλλὰ υἱός», καὶ αὐτός μας υἱοθέτησε; Λέγεται ἑπομένως δοῦλος προσηγορικά, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ εἶναι αὐτό, ἀλλὰ πῆρε τὴ μορφὴ τοῦ δούλου γιὰ χάρη μας καὶ ὀνομάσθηκε μαζί μας δοῦλος. Ὄντας ἀπαθής, δουλώθηκε στὰ πάθη γιὰ μᾶς καὶ διακόνησε τὴ δική μας σωτηρία. Ὅσοι τὸν ὀνομάζουν δοῦλο χωρίζουν τὸν ἕνα Χριστὸ σὲ δυό, ὅπως ἔκανε ὁ Νεστόριος. Ἐμεῖς ὅμως τὸν λέμε Δεσπότη καὶ Κύριο ὅλης της κτίσεως· εἶναι ὁ ἕνας Χριστός, ὁ ἴδιος Θεὸς καὶ ἄνθρωπος ταυτόχρονα, ὁ ὁποῖος τὰ γνωρίζει ὅλα· «διότι αὐτὸς κατέχει ὅλους τους ἀπόκρυφους θησαυροὺς τῆς σοφίας καὶ τῆς γνώσεως».