Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός.
«Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως».
Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr.
Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 67
Γιὰ τὴ δειλία.
Τὸ ὄνομα «δειλία» ἔχει διπλὴ ἔννοια. Ὑπάρχει δηλαδή, φυσικὴ δειλία, ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν θέλει ν’ ἀποχωριστεῖ τὸ σῶμα, ἐπειδὴ ὁ Δημιουργὸς ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἔβαλε μέσα τῆς τὴ φυσικὴ συμπάθεια καὶ οἰκειότητα (πρὸς τὸ σῶμα), καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι στὴ φύση της νὰ φοβᾶται, νὰ ἀγωνιᾶ καὶ νὰ ζητεῖ ν’ ἀποφύγει τὸ θάνατο. Ὁ ὁρισμός της εἶναι: «Φυσικὴ δειλία εἶναι ἡ δύναμη ἄμυνας τοῦ ὄντος, ὅταν φοβᾶται». Διότι, ἂν ὅλα προῆλθαν ἀπὸ τὸ Δημιουργό, ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία στὴν ὕπαρξη, τότε ἔχουν ἀπὸ τὴ φύση τοὺς τὴν ἐπιθυμία νὰ ζήσουν καὶ ὄχι τὸ ἀντίθετο. Χαρακτηριστικὸ μάλιστα τῆς φύσεώς τους εἶναι ἡ ὁρμὴ πρὸς τὰ τὰ συστατικά τους. Καὶ ὁ Θεὸς Λόγος, λοιπόν, ἐπειδὴ ἔγινε ἄνθρωπος, εἶχε αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία (τῆς ζωῆς)· παρουσίαζε τὴν ὁρμὴ πρὸς τὰ συστατικά της φύσεώς του, ἔχοντας τὴν ἐπιθυμία τῆς βρώσεως, τῆς πόσεως καὶ τοῦ ὕπνου.
Δοκίμασε αὐτὰ μὲ φυσικὸ τρόπο καὶ παρουσίασε τὴν ὁρμὴ πρὸς τὰ φθαρτά, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ πάθους τοῦ ἐκδήλωσε θεληματικὰ τὴν ἀποστροφὴ τοῦ πρὸς τὸ θάνατο. Διότι, ἂν καὶ τὰ γεγονότα συνέβαιναν σύμφωνα μὲ τὴ φύση, ὅμως δὲν ἦταν ἀναγκαστικὰ γιὰ μᾶς· διότι δέχθηκε μὲ τὴ θέλησή του τὰ γνωρίσματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἑπομένως, ἡ ἴδια ἡ δειλία, ὁ φόβος καὶ ἡ ἀγωνία ἀνήκουν στὰ φυσικὰ καὶ ἀδιάβλητα (ἄμεμπτα) πάθη, τὰ ὁποῖα δὲν ὑπάγονται στὴν ἁμαρτία. Εἶναι ἀκόμη δειλία αὐτὴ ποὺ προξενεῖται ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τῶν σκέψεων μᾶς, τὴν ἀπιστία καὶ τὴν ἄγνοια τῆς ὥρας τοῦ θανάτου, ὅπως ὅταν τὴ νύχτα φοβόμαστε, ὅταν ἀκοῦμε κάποιο κρότο. Αὐτὴ ἡ δειλία εἶναι ἀφύσικη, καὶ τὴν ὁρίζουμε ὡς ἑξῆς: «Ἀφύσικη δειλία εἶναι ἀδικαιολόγητος φόβος».
Ὁ Κύριος αὐτὴν δὲν τὴν εἶχε· γι’ αὐτὸ ποτὲ δὲν δείλιασε, παρὰ μόνον τὴν ὥρα τοῦ πάθους του, ἂν καὶ γιὰ λόγους οἰκονομίας πολλὲς φορὲς παρουσιαζόταν φοβισμένος· διότι γνώριζε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὅτι πραγματικὰ (ὁ Κύριος) δείλιασε, τὸ λέει ὁ μέγας Ἀθανάσιος στὸ λόγο του ἐνάντια στὸν Ἀπολινάριο: «Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος ἔλεγε· «τώρα ἡ ψυχή μου ἔχει ταραχθεῖ». Καὶ τὸ «τώρα» αὐτὸ σημαίνει, ὅτι θέλησε· καὶ δείχνει κάτι πού ὑπάρχει· διότι δὲν θὰ ἀνέφερε σὰν παρὸν κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει, διότι τὰ λόγια θὰ ἦταν τοῦ ἀέρα (φαινομενικά). Ὅλα, δηλαδή, γίνονταν πραγματικὰ καὶ ἀληθινά». Καὶ παρακάτω λέει: «Μὲ κανένα τρόπο ἡ θεότητα δὲν δέχεται τὸ πάθος χωριστὰ ἀπὸ τὸ πάσχον σῶμα· οὔτε παρουσιάζει ταραχὴ καὶ λύπη χωριστὰ ἀπὸ τὴ λυπημένη καὶ ταραγμένη ψυχή· οὔτε ἔχει ἀγωνία καὶ προσεύχεται χωριστὰ ἀπὸ τὸ νοῦ ποὺ ἀγωνιᾶ καὶ προσεύχεται· ἀλλά, κι ἂν ἀκόμη δὲν συνέβαιναν τὰ γεγονότα δίχως τὴν ἥττα τῆς φύσεως, θὰ γινόταν σίγουρα μὲ τὴν παρουσία τῆς ὑπάρξεώς της». Ἡ φράση «δὲν συνέβαιναν τὰ γεγονότα δίχως τὴν ἥττα τῆς φύσεως», σημαίνει ὅτι ὑπέμεινε αὐτὰ μὲ τὴ θέλησή της.