Ἅγιος Ἰωάνης ὁ Δαμασκηνός.
«Ἔκδοσις ἀκριβής Ὀρθοδόξου Πίστεως».
Ἡ μετάφραση εἶναι τοῦ Ἀρχ.Δωροθέου Πάπαρη, καί εἶναι παρμένη ἀπό τήν ἰστοσελίδα www.phys.uoa.gr.
Ἡ μετατροπή στό σύστημα πολυτονικῆς γραφῆς εἶναι δική μας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 80
Ἀπάντηση σ’ αὐτοὺς ποὺ ρωτοῦν, ἐὰν ἡ ἁγία Θεοτόκος γέννησε δυὸ φύσεις, καὶ ἐὰν δυὸ φύσεις κρεμάσθηκαν πάνω στὸ σταυρό.
Χαρακτηριστικό της φύσεως εἶναι τὸ ἀγένητο καὶ τὸ γενητό, ποὺ γράφονται μ’ ἕνα «ν», ποὺ δείχνουν τὸ ἄκτιστο καὶ τὸ κτιστό· τὸ ἀγέννητο καὶ τὸ γεννητό, δηλαδὴ ἡ γέννηση καὶ ἡ μὴ γέννηση, ποὺ γράφονται μὲ δυὸ «ν», δὲν εἶναι χαρακτηριστικὰ τῆς φύσεως ἀλλὰ τῆς ὑποστάσεως. Ἡ θεία φύση λοιπὸν εἶναι ἀγένητη (μὲ ἕνα «ν»), δηλαδὴ ἄκτιστη, ἐνῶ ὅλα τὰ μετέπειτα ἀπὸ τὴ θεία φύση εἶναι γενητὰ (μὲ ἕνα «ν»), δηλαδὴ κτιστά. Καὶ στὴ θεία καὶ ἄκτιστη φύση τὸ ἀγέννητο βέβαια θεωρεῖται στὸν Πατέρα διότι δὲν γεννήθηκε–, ἐνῶ τὸ γεννητὸ στὸν Υἱὸ διότι γεννήθηκε προαιώνια ἀπὸ τὸν Πατέρα–, ἐνῶ τὸ ἐκπορευτὸ θεωρεῖται στὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ἀπὸ κάθε εἶδος ζώων τὰ πρῶτα εἶναι ἀγέννητα, ὄχι ὅμως ἀγένητα (ἄκτιστα)· διότι ὁ Δημιουργὸς τὰ ἔπλασε, δὲν γεννήθηκαν ἀπὸ ὅμοιά τους ζῶα. Καθὼς ἡ γένεση εἶναι δημιουργία, ἐνῶ ἡ γέννηση στὸ Θεὸ εἶναι ἡ προέλευση τοῦ ὁμοουσίου Υἱοῦ ἀπὸ μόνο τὸν Πατέρα· ἐνῶ στὰ κτίσματα ἡ προέλευση ἀπὸ τὴν ὁμοούσια ὑπόσταση γίνεται ἀπὸ τὴ συνάφεια τοῦ ἀρσενικοῦ μὲ τὸ θηλυκό. Γνωρίζουμε, λοιπόν, ὅτι ἡ γέννηση δὲν ἀνήκει στὴ φύση ἀλλὰ στὴν ὑπόσταση. Διότι, ἂν ἀνῆκε στὴ φύση, δὲν θὰ εἴχαμε στὴν ἴδια φύση καὶ τὸ γεννητὸ καὶ τὸ ἀγέννητο. Ἑπομένως, ἡ ἁγία Θεοτόκος γέννησε ὑπόσταση ποὺ τὴν γνωρίζουμε μὲ δυὸ φύσεις, μὲ τὴ θεία φύση πού γεννήθηκε προαιώνια ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ μὲ τὴν ἀνθρώπινη, πού τους ἔσχατους καιροὺς σαρκώθηκε μέσα της καὶ γεννήθηκε μὲ σάρκα. Ἐὰν αὐτοὶ ποὺ ρωτοῦν ὑπαινίσσονταν ὅτι αὐτὸς ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Θεοτόκο εἶναι δυὸ φύσεις, θ’ ἀπαντήσουμε· ναί, εἶναι δυὸ φύσεις: «διότι ὁ ἴδιος εἶναι καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος». Τὸ ἴδιο καὶ γιὰ τὴ σταύρωση, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη· δὲν εἶναι αὐτὰ χαρακτηριστικά της φύσεως, ἀλλὰ τῆς ὑποστάσεως. Ὁ Χριστός, λοιπόν, ἐνῶ εἶναι μὲ δυὸ φύσεις, ἔπαθε μὲ τὴ παθητὴ φύση καὶ σταυρώθηκε· διότι κρεμάσθηκε στὸ σταυρὸ μὲ τὴ σάρκα καὶ ὄχι μὲ τὴ θεότητα. Ἐπειδὴ θὰ ποῦν σὲ μᾶς, ποὺ τοὺς ρωτᾶμε: Δυὸ φύσεις πέθαναν; Ὄχι, θ’ ἀπαντήσουμε. Δὲν σταυρώθηκαν, λοιπόν, οὔτε δυὸ φύσεις, ἀλλὰ γεννήθηκε ὁ Χριστός, δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ πῆρε σάρκα· γεννήθηκε μὲ τὴ σάρκα, σταυρώθηκε μὲ τὴ σάρκα, ἔπαθε μὲ τὴ σάρκα, πέθανε μὲ τὴ σάρκα, ἐνῶ ἡ θεότητά του ἔμεινε ἀπαθής.