Κυριακή 20 Μαΐου 2012

ag_anastasi

ΚΕΙΜΕΝΟ   

«Ὅτι σκότος οὐ σκοτισθήσεται ἀπό σοῦ καί νύξ ὡς ἡμέρα φωτισθήσεται· ὡς τό σκότος αὐτῆς, οὕτω καί τό φῶς αὐτῆς».

ΕΡΜΗΝΕΙΑ  

    «Πόσον θά πλανηθῶ! Διότι τό σκότος δέν θά σκοτισθῇ καί δέν θά μείνη ἀθέατον καί ἀφώτιστον ἀπό σέ, καί ἡ νύξ  τῆς τρυφῆς καί τῶν ὀργίων μου θά εἶναι φωτισμένη ἐνώπιόν σου ὡς ἡμέρα. Ὅπως εἶναι τό σκότος τῆς νυκτός, οὕτως εἶναι καί τό φῶς τῆς ἡμέρας. Διότι καί τό σκότος τῆς νυκτός εἶναι φανερόν ἐνώπιόν σου, ὡς νά φωτίζεται λαμπρῶς ὑπό φωτός» ( Ἀπό τήν «Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ἑρμηνείας», τ.10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).

ΣΧΟΛΙΟ

    Ὅταν ὁ «φωστὴρ ὁ μέγας», ὁ φωτοδότης ἥλιος, σὰν ἄλλος οὐράνιος δρομέας διανύσει τὴν πορεία του ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ οὐράνιου θόλου ὡς τὴν ἄλλη καὶ βυθισθεῖ κάτω ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα, τότε τὸ σκοτάδι ἀρχί­ζει νὰ σκεπάζει τὴ γῆ. Ὅσο πιὸ βαθιὰ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, τόσο πιὸ βαθὺ καὶ πυκνὸ σκοτάδι μας καλύ­πτει. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ πιστή του σύντροφος, ἡ σελήνη, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ γῆ στοὺς ἀχανεῖς αἰθέρες, κι ἂν στὶς ἀσέληνες νύχτες δὲν ἔφτανε σὲ μᾶς ἡ γλυκιὰ μαρμαρυγὴ τῶν ἄστρων, βαθὺ καὶ ἀδιαπέραστο σκοτάδι, τρομακτι­κὸ καὶ ἐφιαλτικὸ θὰ μᾶς σκέπαζε ἀπὸ παντοῦ.Μὲ τὸν Θεὸ ὅμως δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο. Τὸ γνωρίζει ὁ Προφήτης καὶ μὲ βαθὺ σεβασμὸ καὶ εὐλαβικὸ φόβο τὸ λέει στὴν προσευχή του: «Σκότος οὐ σκοτισθήσεται ἀπό σοῦ, καὶ νὺξ ὡς ἡμέρα φωτισθήσεται· ὡς τὸ σκότος αὐτῆς, οὕτω καὶ τὸ φῶς αὐτῆς». Ὅσο διαυγὲς εἶναι τὸ φῶς τῆς μέρας, τόσο φωτεινὸ εἶναι τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας μπροστὰ στὸ Θεό.«Σκότος οὐ σκοτισθήσεται ἀπό σοῦ». Φῶς καὶ σκοτά­δι, ἡμέρα καὶ νύχτα ὑπάρχουν μόνο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ὅμως «φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Α’ Ἰωαν. α’ 5). Ἡ φύση καὶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι φῶς, χωρὶς νὰ ὑπάρχει οὔτε τὸ ἐλάχιστο ἴχνος ἀπό σκοτάδι. Ὅλα μπροστὰ στὸ Θεὸ εἶναι φωτεινὰ καὶ γνω­στὰ μὲ ὅλες τὶς λεπτομέρειές τους, σὲ ὅλο τὸ βάθος καὶ τὸ πλάτος. Κανένα προκάλυμμα δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς κρύ­ψει ἀπό τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ πιὸ πυκνὸ σκοτάδι δὲν εἶναι ἀδιαπέραστο ἀπό τὸ ἐρευνητικὸ βλέμμα τοῦ Παντογνώστη. Μὲ ὅση εὐκολία βλέπει μέσα στὸ φῶς τῆς ἡμέρας, μὲ τὴν ἴδια εὐκολία παρακολουθεῖ τὰ πάντα καὶ μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας. Δὲν εἶναι τὸ φῶς, ἐκεῖνο ποὺ κάνει τὰ πάντα φοβερὰ καὶ γνωστὰ στὸ Θεό. Εἶναι ἡ πανταχοῦ παρουσία Του. Ὁ Θεὸς βρίσκεται παντοῦ καὶ ὁ Προφήτης τὸ γνωρίζει. Τὸ λέει καὶ θέλει νὰ μετα­δώσει καὶ σὲ ἐμᾶς τὰ εὐλαβικὰ συναισθήματα ποὺ δια­κατέχουν τὴ δική του ψυχή. Θεέ μου, λέει, δὲν ὑπάρχει τόπος στὸν ὁποῖο εἶμαι ἀθέατος ἀπό τὸ βλέμμα Σου. Στὸν οὐρανό, στὴ γῆ, στὸν ἅδη, στὴν ἀνατολή, στὴ δύση, σ’ ὅλες τὶς ἀβύσσους εἶσαι πανταχοῦ παρών. Ὅλα τὰ βλέπεις, ὅλα τὰ παρακολουθεῖς, ὅλα τὰ γνωρίζεις. «Σκότος οὐ σκοτισθήσεται ἀπό σοῦ». Οἱ σκέψεις μας, οἱ ἐπιθυμίες μας, οἱ πόθοι μας, οἱ ὁραματισμοί μας, τὰ σχέδια μας, ὅλα εἶναι φανερὰ σὲ Σένα.Προσεύχεσαι ἴσως μὲ κλειστὸ στόμα, ἐνῶ ἡ καρδιά σου φλέγεται ἀπό ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ἡ σκέψη σου ἀναπέμπει μυστικὲς δοξολογίες καὶ θερμὲς ἱκεσίες σ’ Αὐτόν. Μὴν ἀνησυχεῖς. Ὁ Παντογνώστης βλέπει καὶ ἀκούει! Τὴν ὥρα ποὺ σὺ ἀνυψώνεις τὴν καρδιά σου σ’ Αὐτόν, Ἐκεῖνος σὲ ἐπισκέπτεται καὶ χύνει τὰ μύρα τηςχάρης Του στὸ μυστικὸ θυσιαστήριο τῆς ψυχῆς σου. Ὅταν πολλοὶ προσφιλεῖς σου ἴσως «μεριμνοῦν καὶ τυρ-βάζονται περὶ πολλά» (Λουκ. ι’ 41) τὶς νύχτες ποὺ μὲ θερμὰ δάκρυα προσεύχεσαι γι’ αὐτούς, βλέπει καὶ ἀκούει ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ δὲν ἀργεῖ νὰ ἰκανοποιή­σει τὰ αἰτήματά σου.Ναί, δὲν εἶναι μόνο τὰ μυστικὰ καταγώγια τῆς ἁμαρ­τίας καὶ τὰ κρυφὰ ἄντρα τῆς ἀκολασίας φωτεινὰ καὶ γνωστὰ στὸ Θεό, ὅσο κι ἂν κρύβονται ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων. Δὲν εἶναι μόνο «τὰ ἔργα τοῦ σκότους», «τὰ κρυφῆ γινόμενα» (Ἐφεσ. ε’ 11,12) ἀπὸ τοὺς γιοὺς τῆς ἀπώλειας θεατὰ καὶ ὁρατὰ στὸν Παντογνώστη· εἶναι τὸ διο γνωστὰ καὶ καταγράφονται στὰ οὐράνια βιβλία οἱ ὁλονύχτιες προσευχὲς καὶ ἱκετευτικὲς ἀγρυπνίες τῶν πιστῶν. Ἐκεῖνος παρακολουθεῖ καὶ εὐλογεῖ τὸν κόπο τῆς χριστιανῆς μητέρας, τὸ ξενύχτι τῆς ἀδελφῆς νοσοκό­μας, τὴν ὁλονύχτια ἐπαγρύπνηση τοῦ φρουροῦ τῶν συνόρων, τὴν κοπιαστικὴ ἐργασία τοῦ κάθε ἐργάτη, ὅλα τὰ ἔργα καὶ ὅλες τὶς προσπάθειες ποὺ γίνονται γιὰ τὸ καλό τῆς κοινωνίας,γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῆς πατρίδας μας, τὴν εὐημερία τῆς οἰκογένειας, τὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας, τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ! Γνωρίζει Ἐκεῖνος «καὶ τὰ κρύφια τῆς καρδίας ἡμῶν» (Ψάλμ. μγ’ 22), γιατί «μείζων ἐστι τῆς καρδίας ἡμῶν καὶ γινώσκει πάντα» (Α’ Ἰωαν. γ’ 20). Σὰν ἀνοιχτὸ βιβλίο εἶναι μπροστὰ Του ἡ σκέψη μας καὶ ἡ καρδιά μας. Ἃς ἐργάζονται τὸ καλὸ οἱ ἐργάτες τοῦ καλοῦ μὲ ἀφάνεια, χωρὶς νὰ δημοσιοποιοῦν καὶ νὰ δια­τυμπανίζουν τὰ ἔργα τους. Ὅπως βλέπει ὁ Θεὸς τὰ φαῦλα ἔργα τῆς ἁμαρτίας ποὺ γίνονται μέσα στὸ σκο­τάδι τῆς νύχτας, ἔτσι βλέπει καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, ὅσο κι ἂν γίνονται μὲ ἀφάνεια καὶ μακριὰ ἀπὸ τὴ δημοσιότητα. Τὸ διακήρυξε ὁ Προφήτης: «Σκότος οὐ σκοτι­σθήσεται ἀπὸ σοῦ». Θεέ μου, τί νὰ ἀποκρύψω ἀπὸ τὴ Μεγαλοσύνη Σου;Ποῦ νὰ κρυφθῶ, ὅταν ἡ ἁμαρτία μὲ δελεάζει καὶ θέλει νὰ μὲ παρασύρει στὸ σκοτεινὸ δρόμο της; «Σκότος οὐ σκοτισθήσεται ἀπό σοῦ». Ὅλα, μπροστά Σου εἶναι διαυγῆ καί ὁλοφώτεινα. Καὶ αὐτὸ τὸ σκοτάδι τῶν ἁμαρ­τιῶν μου καὶ ὅσα μὲ ἐπιμέλεια κρύβω ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, Σύ, Θεέ μου, τὰ βλέπεις, τὰ παρακολουθεῖς καί τά γνωρίζεις μὲ κάθε λεπτομέρεια! Θεέ μου, τί νὰ κάνω; Λυπᾶμαι, ντρέπομαι, φοβᾶμαι, ἀλλὰ δὲν φεύγω ἀπό κοντά Σου. Πέφτω μπροστὰ στὸ θρόνο τῆς Ἁγιοσύνης Σου καὶ ζητῶ τὸ ἐλεός Σου. Δῶσε μου τὴ χάρη Σου, ὥστε ἡ βεβαιότητα ὅτι Σὺ διερευνᾶς καὶ τὰ πιὸ ἀδιαπέραστα σκοτάδια νὰ μὲ παρακινεῖ νὰ ἐργάζομαι μόνο τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀρετή. Δῶσε μου τὴ χάρη Σου, νὰ εἶναι ὅλα ὅσα κάνω, ὁλοφώτεινα καὶ σύμ­φωνα μὲ τὸ θέλημά Σου. Καὶ Σύ, ποὺ ἀπό τούς ὀφθαλ­μούς Σου «σκότος οὐ σκοτισθήσεται καὶ νὺξ ὡς ἡμέρα φωτισθήσεται», Σὲ ἱκετεύω, ἐνίσχυσέ με νὰ περπατῶ στὸ φῶς μὲ τὴν ἀδιάκοπη πεποίθηση καὶ τὴ διαρκῆ συναίσθηση ὅτι εἶσαι πανταχοῦ παρὼν καὶ μὲ βλέπεις καὶ μὲ ἀκοῦς καὶ μὲ παρακολουθεῖς, ὥστε ὅλα τὰ ἔργα, οἱ πράξεις καὶ οἱ σκέψεις μου νὰ φέρνουν τὴ σφραγίδα τοῦ φόβου Σου καὶ τῆς συναισθήσεως τῆς θείας παρου­σίας Σου. Ἀμήν.( Ἀπό τό βιβλίο «Λόγοι παρακλήσεως» τοῦ Ἀρχ. Χριστ.Παπουτσοπούλου, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).