ΚΕΙΜΕΝΟ
«Καί ἄδουσιν ὠδήν καινήν λέγοντες· ἄξιος εἶ λαβεῖν τό βιβλίον καί ἀνοῖξaι τάς σφραγῖδας αὐτοῦ, ὅτι ἐσφάγης καί ἠγόρασας τῷ Θεῷ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καί γλώσσης καί λαοῦ καί ἔθνους»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Καί ψάλλουν οἱ πρεσβύτεροι ὔμνον νέον λέγοντες: Εἶσαι ἄξιος νά παραλάβhς τό βιβλίον καί νά ἀνοίξῃς τάς σφραγῖδας του, διότι ἐσφάγης ἐπί τοῦ σταυροῦ καί μέ τό αἷμα σου μᾶς ἐξαηγόρασες, διά νά μᾶς κάμῃς κτῆμα τοῦ θεοῦ ὅσους ἐπίστευσαν ἀπό κάθε φυλήν καί γλῶσσαν καί λαόν καί ἔθνος» ( Ἀπό τήν «ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).
ΣΧΟΛΙΟ
«Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης βρισκόμενος σέ προφητική ἔκσταση μεταφέρεται στόν οὐρανό. Ἐκεῖ βλέπει τόν αἰώνιο Θεό νά κάθεται στό θρόνο Του καί νά περιστοιχίζεται ἀπό τίς μυριάδες τῶν ἀγγελικῶν ὑπάρξεων καί ἀπό τίς ψυχές τῶν πιστῶν πού λυτρώθηκαν ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο μέ τήν ἱλαστήρια θυσία του Κυρίου ἡμῶν Ἰησου Χριστοῦ. Ἀλλά νά πού στή μέση αὐτῶν μεταρσιωμένος ὁ Προφήτης βλέπει «ἀρνίον ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον». Βλέπει νά στέκεται ὄρθιο ἕνα ζωντανό ἀρνί πού, ἐνῶ ἔφερε τά σημάδια της σφαγῆς καί τοῦ θανάτου, πάλι ἀνέζησε καί ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ. Ἡ δύναμή του εἶναι ἀπεριόριστη. Ἡ γνὡςη του ἀπέραντη. Κυβερνᾶ τή γῆ καί τόν οὐρανό καί κατευθύνει ὅλους καί ὅλα στόν αἰώνιο προορισμό τους. Εἶναι «ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων την ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. α’ 29). Ασίγητες δοξολογίες ἀναπέμπουν στό θεῖο «Ἀρνίον» οἱ ἀγγελικές δυνάμεις καί οἱ ψυχές τῶν «σεσωσμένων», πού ταυτόχρονα σκύβουν καί τό προσκυνοῦν, ἐνῶ οἱ ψυχές τῶν δικαίων τοῦ ψάλλουν ὕμνο νέο καί τό εὐλογοῦν καί τό μεγαλύνουν. «Ἐσφάγης καί ἠγόρασας τῷ Θεῶ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου ἐκ πάσης φυλῆς καί γλὡςσης καί λαοῦ καί ἔθνους». Μέ τήν ἐξιλαστήρια σταυρική Σου θυσία, μέ τό Αἷμα Σου τό πανάγιο μᾶς ἐξαγόρασες ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο καί ἔκανες παιδιά τοῦ Θεοῦ ὅλους ὅσους πίστευσαν ἀπό κάθε φυλή καί ἔθνος.
«Ἐσφάγης καί ἠγόρασας τῷ Θεῶ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου»
Ἀδελφέ μου, θυμᾶσαι τί μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος; «Οὐ φθαρτοῖς ἀργυρίῳ ἤ χρυσίῳ ἐλυτρώθητε ἐκ τῆς ματαίας ὑμῶν ἀναστροφῆς πατροπαράδοτου, ἀλλά τιμίῳ αἵματι ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καί ἀσπίλου Χριστοῦ» (Α’ Πέτρ. α’18-19). Γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τήν αἰώνια καταδίκη καί τόν αἰώνιο πνευματικό θάνατο, δέν κατάβλήθηκαν λύτρα ὑλικά καί φθαρτά. Δέν δόθηκαν χρυσά καί ἀργυρά νομίσματα. Τό ἀτίμητο λύτρο πού μᾶς ἐξαγόρασε ἀπό τή δουλεία τοῦ Ἅδη καί μᾶς ἀνέδειξε παιδιά τοῦ Θεοῦ καί πολίτες τῆς οὐράνιας βασιλείας εἶναι τό πανάγιο Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν ἤχθη» (Ήσ. νγ’ 7) καί παραδόθηκε ἑκούσια σέ σταυρικό θάνατο, γιά νά μᾶς ἀνασύρει ἀπό τά ἀνήλια καί σκοτεινά βασίλεια τοῦ Ἅδη.
«Ἐσφάγης καί ἠγόρασας τῷ Θεῶ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου»
Ἀφοῦ ὁ Κύριος μας πέθανε γιά χάρη μας καί μᾶς ἐξαγόρασε μέ τό πάντιμο Αἷμα Του, ἐμεῖς τώρα πιά δέν ἀνήκουμε στόν ἑαυτό μας. ἀνήκουμε σ’ Αὐτόν πού πλήρωσε γιά νά μᾶς ἐξαγοράσει. Ἀνήκουμε στόν οὐράνιο Πατέρα μέ τόν Ὁποῖο μᾶς συμφιλίωσε καί τόν παρακάλεσε ἰδιαίτερα στήν ἀρχιερατική Του προσευχή νά μᾶς προστατεύει καί νά μᾶς ἔχει κάτω ἀπό τή στοργική πατρική Του ἀγάπη. «Οὐ περί τούτων δέ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλά καί περί τῶν πιστευόντων διά τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς έμέ» (Ἰωάν. ιζ’ 20). Δέν σέ παρακαλῶ μόνο γιά τούς ἕντεκα Ἀποστόλους, ἀλλά καί ὅσους μελλοντικά θά πιστεύουν στό κήρυγμα του Εὐαγγελίου καί θά Μέ ἀνάγνωρίζουν Υἱό Σου Μονογενή.
Ποιό εἶναι λοιπόν τώρα τό δικό μας καθῆκον; Ἀφοῦ ἐμεῖς σωθήκαμε μέ τό Αἷμα τοῦ Λυτρωτή μας, ἀνήκουμε σέ Ἐκεῖνον καί πρέπει νά ἐκτελοῦμε τό δικό Του θέλημα. Δοῦλοι Του εἴμαστε. Ὅπως, ὅσο καιρό ἤμασταν δοῦλοι της ἁμαρτίας, τά ἔργα μας ὅλα ἦταν ἁμαρτωλά καί ἡ θέλησή μας παρασυρόταν στό κακό καί ἦταν ὑποδουλωμένη στήν ἁμαρτία, ἔτσι τώρα πού γίναμε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά κάνουμε μόνο ὅ,τι Ἐκεῖνος θέλει καί διατάζει. Ἀδελφέ μου, καταλαβαίνεις ὅτι δέν εἶναι λογικό, δέν τό δέχεται ὁ Σωτήρας καί Λυτρωτής μας νά λέμε μέ τά λόγια «ἐσφάγης καί ἠγόρασας τῷ Θεῶ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου», μέ τά ἔργα μας ὅμως νά παρουσιάζουμε ὅτι δέν ὑπολογίζουμε καί δέν ἐκτιμᾶμε τή μέγιστη αὐτή δωρεά καί εὐεργεσία Του.
Τί θά κάνουμε; Θά πάρουμε γενναία ἀπόφαση καί θά προσπαθοῦμε ἵνα «τάς έντολάς αὐτοῦ τηρῶμεν καί τά ἀρεστά ἐνώπιον αὐτοῦ ποιῶμεν» (Α’ Ίωάν. γ’ 22).
Φιλάνθρωπε καί πανάγαθε Κύριε, γονυπετεῖς ἐνώπιον τοῦ σωτήριου σταυροῦ Σου ἀναλογιζόμαστε τό μέγεθος της εὐεργεσίας Σου σ’ ἐμᾶς. Δέν μᾶς ἄφησες αἰχμάλωτους τοῦ πονηροῦ καί δεσμῶτες τοῦ Ἅδη, ἀλλά «ἐσφάγης καί ἠγόρασας τῷ Θεῶ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί σου»! Ὁμολογοῦμε ὅτι εἴμαστε ἀνάξιοι γιά μιά τέτοια ἐκδήλωση της Μεγαλοσύνης Σου. Πολυεύσπλαχνε Λυτρωτή, εἶναι ἀνάγκη νά δείξουμε μέ τά ἔργα μας ὁτι συναισθανόμαστε τό μέγεθος τῆς εὐεργεσίας Σου καί τόν πλοῦτο τῆς ἀγάπης Σου. Ἐμεῖς εἴμαστε φτωχοί• κανένα καλό δέν ἔχουμε νά Σοῦ προσφέρουμε. Ἀξίωσε μας νά Σοῦ προσφέρουμε τή θέληση μας, αὐτήν νά Σοῦ προσφέρουμε ὁλόκληρη, ἐπιθυμώντας καί πράττοντας μόνο ὅ,τι Σοῦ εἶναι ἀρεστό. Ἔτσι, ἀφοῦ διανύσουμε την ἐπίγεια όδοιπορία μας, νά προστεθοῦμε στούς «σεσωσμένους», γιά νά ἀναπέμπουμε ἀκατάπαυστα δοξολογία καί εὐχαριστία: « Τῷ καθημένῳ ἐπί τοῦ θρόνου καί τῷ άρνίῳ ἡ εὐλογία καί ἡ τιμή καί ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων, ὅτι ἐσφάγης καί ἠγόρασας τῷ Θεῶ ἡμᾶς ἐν τῷ αἵματί Σου» (Ἀποκ. ε 13,19). Ἀμήν» ( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ.Χριστοφ.Παπουτσοπούλου, «Λόγοι Παρακλήσεως», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).