ΚΕΙΜΕΝΟ
«Ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς, τό ἔργον ἐτελείωσα ὅ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Ἐγώ ἐγνωστοποίησα τό ὄνομά σου εἰς τούς ἀνθρώπους καί ὑπήκουσα τελείως εἰς τό θέλημά σου, ἔτσι δέ σέ ἐδόξασα ἐπί τῆς γῆς, καί διά τῆς θυσίας μου, τήν ὁποίαν θά προσφέρω μετ’ ὀλίγον ἐπί τοῦ σταυροῦ, ἔφερα εἰς τέλειον πέρας τό ἔργον, πού μοῦ ἔδωκες διά νά ἐπιτελέσω» ( Ἀπό τήν ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ μετά συντόμου ἑρμηνείας» τοῦ Π.Ν.Τρεμπέλα, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).
ΣΧΟΛΙΟ
«Ἡ ἕβδομη Κυριακὴ μετὰ τὸ Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς 318 Ἅγιους Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Αὐτοί, στὶς 20 Μαῒου τοῦ 325 μ.Χ., συγκεντρώθηκαν στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν τὸν φοβερὸ αἱρεσιάρχη Ἅρειο. Ἀνάμεσα στοὺς Θεοφόρους ἐκείνους Πατέρες, βρίσκονταν καὶ οἱ πολὺ γνωστοί μας Ἅγ. Νικόλαος Ἐπίσκοπος Μύρων, Ἅγ. Σπυρίδων Ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου, Ἅγ. Ἀχιλλιος Ἐπίσκοπος Λαρίσης καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, διάκονος τότε ἀκόμη.
Γι’ αὐτή τὴν πολὺ σημαντικὴ ἑορτὴ καθορίστηκε νὰ διαβάζεται ἕνα τμῆμα τῆς «Ἀρχιερατικῆς», ὅπως λέγεται, προσευχῆς τοῦ Κυρίου, τὴν ὁποία Ἐκεῖνος ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Πατέρα Του ἀμέσως μετὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο.
Αὐτὴ ἡ προσευχή, ἡ τελευταία ἐπίσημη προσευχὴ πρὶν ἀπό τὴ Σεπτὴ Σταύρωση καὶ τὴ θριαμβικὴ Ἀνάστασή Του, περιγράφει μὲ πολὺ βαθιὰ καὶ ἱερὰ λόγια τὸ Ἔργο Του. Τὸ μοναδικὸ καὶ κοσμοσωτήριο, ποὺ ἐπετέλεσε ὁ Κύριός μας πάνω στὴ γῆ. Ποιὸ ἀκριβῶς εἶναι αὐτό; Ἄς τὸ δοῦμε.
«Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα». Ἔφθασε τὸ ἀποκορύφωμα τῆς προσφορᾶς μου καὶ τὸ ἐπιστέγασμα τοῦ Ἔργου μου. Κοίταξέ το μὲ πόση ἐπιμέλεια τὸ ἔφερα εἰς πέρας καὶ «σὲ ἐδόξασα» στὰ χρόνια ποὺ ἔζησα «ἐπί τῆς γῆς». Μοῦ ἀνέθεσες τὴν ἀποστολὴ νὰ προσφέρω στὸν κόσμο «ζωὴν αἰώνιον». καὶ τὸ ἔκανα.
Ἀποκάλυψα στοὺς ἀνθρώπους τὴν Ἀλήθεια. Ἅλλωστε «αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή». Αὐτὸ τὴ συνιστᾶ καὶ τὴν προσδιορίζει. «Ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Ὅποιος μὲ γνωρίζει πραγματικά, γνωρίζει Ἐσένα, τὸν Πατέρα μου, τὸν Ἄπειρο καὶ Ἄναρχο Θεό! Καὶ κατακτᾶ τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς!
Ἔτσι, λοιπόν, καὶ ἐγώ «ἐφανερωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις». Ἰδιαίτερα σὲ κείνους τοὺς διαλεχτούς, εἰλικρινεῖς καὶ καλοπροαίρετους, τοὺς ὁποίους Ἐσύ ξεχώρισες καὶ «δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου». Καὶ πραγματικὰ «αὐτοί» μὲ εὐλάβεια καὶ δέος «ἔλαβον» τὴ μεγάλη παρακαταθήκη τῆς Ἀλήθειας, «καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρά σοῦ ἐξῆλθον», ὅτι ὑπερούσιος Υἱὸς Ἀληθινὸς δικός σου εἶμαι. «Καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι», ἀφομοίωσαν τὴν Ἀλήθεια αὐτὴ καὶ τὴν ἔκαναν ζωή τους.
Προσέφερα στοὺς πιστοὺς Ἁγιότητα. Εἶναι ἕνα δεύτερο χαρακτηριστικό τῆς αἰωνίου ζωῆς αὐτό. Ἔδιωξα τοὺς ρύπους τῆς ἁμαρτίας καὶ ὕψωσα μέχρι τὰ οὐράνια τοὺς πιστούς. Τοὺς λεύκανα, τοὺς λάμπρυνα, τοὺς ἀνέδειξα Ἀγγέλους, κι ἀκόμη παραπάνω, «κατὰ χάριν» Υἱούς σου!
«Σοὶ ἦσαν»! Δικοί σου ἦταν οἱ πιστοί μου αὐτοί. Καλοδιάθετοι, ταπεινοί, μὲ ἄδολη δίψα γιὰ Σένα. «Καὶ ἐμοί αὐτοὺς δέδωκας». Μοῦ τοὺς ἀνέθεσες γιὰ νὰ τοὺς ἐξαγνίσω, καὶ νὰ Σοῦ τοὺς προσφέρω.
Κι ἔγινε πραγματικὰ ὅπως τὸ θέλησε ἡ Ἀγαθὴ Βουλή Σου. Τοὺς χειραγώγησα μέχρι τὴ Βασιλεία Σου. Δὲν ἀπομένει πιὰ παρὰ νὰ ἔλθει μέσα τους ἡ Θεουργὸς πνοὴ τοῦ Ἁγ. Πνεύματος γιὰ νὰ τοὺς ἐξαγιάσει καὶ τοὺς καταλαμπρύνει. «Καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς». Οἱ σεμνὲς μορφὲς κι οἱ ἀκόμη ὡραιότερες ψυχές τους, μαρτυροῦν γιὰ Μένα, ἀποτελοῦν πιὰ τὴ δόξα μου.
Ἐξασφάλισα τὴν ἑνότητα. Ὅλα τὰ χρόνια αὐτά, ποὺ μάζευα τὰ πρόβατά σου τὰ διασκορπισμένα, αὐτὸ ἤθελα νὰ ἐπιτύχω, ποὺ εἶναι χαρακτηριστικό του Παραδείσου. Νὰ γίνει μία ποίμνη ἡ Ἀνθρωπότητα. Νὰ ἐναρμονισθοῦν οἱ ψυχὲς μὲ τὴν ἀγάπη τῶν Ἀγγέλων, μὲ τὴν ἄρρητη καὶ ἄπειρη Ἀγάπη τῆς Ἁγίας Τριάδος! Καὶ πραγματικά. «Ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγώ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου». Τοὺς εἶχα ὅλους μαζεμένους κάτω ἀπ’ τὴ θεική Σου σκέπη καὶ Ἀγάπη.
Τώρα ὅμως «οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ». Θὰ φύγω σωματικὰ ἀπό κοντά τους. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς «περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ», εἰδικὰ γι’ αὐτοὺς Σὲ θερμοπαρακαλῶ, Πατέρα μου, ἐγώ ὁ ἀγαπητὸς Υἱός Σου. «Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου», «ἵνα ὦσιν ἐν καθὼς ἡμεῖς»!
Στὴ μνήμη τῶν Ἁγίων Πατέρων, ποὺ ἀγωνίσθηκαν νὰ μείνουν πιστοὶ καὶ νὰ διαφυλάξουν τὸ Ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἀξίζει σήμερα νὰ στοχασθοῦμε σοβαρά.
Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, νὰ σημειώσουμε τὴν ἀγωνία τῆς εὐθύνης, ποὺ διακατεῖχε τοὺς Ἁγίους Πατέρες, στὸ νὰ διαφυλάξουν ἀκέραιο κι ἀλώβητο τὸ Ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Πρόταξαν τὰ στήθη στοὺς ἐχθρούς! Καὶ ὁρισμένοι μάλιστα ἀπό αὐτοὺς διώχθηκαν, βασανίσθηκαν, μαρτύρησαν γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία!
Σήμερα πόσοι ἀπό μας ἄραγε, πονοῦμε, ἀνησυχοῦμε, μαχόμαστε, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ θυσιαστοῦμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν Ἀλήθεια; Σήμερα πού μᾶς ἔχουν πνίξει οἱ αἱρετικοί, καὶ χρησιμοποιοῦν ὅλα τὰ μέσα σ’ ἕνα ὄργιο ἀνέντιμης προπαγάνδας, Οὐνίτες, ποικιλόμορφοι Προτεστάντες, Χιλιαστές, πόσοι ἔχουμε τὴ διάθεση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἑτοιμότητα, νὰ μιλήσουμε, νὰ ὑπερασπισθοῦμε τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ ἐλέγξουμε τὴν πλάνη;
Καὶ κάτι ἀκόμη, πολὺ σημαντικό. Τὸ Ἔργο τοῦ Χριστοῦ εἶναι τρίπτυχο. Δὲν τὸ προσβάλλει καὶ δὲν τὸ βεβηλώνει μόνο ἐκεῖνος ποὺ πλήττει τὴν Ἀλήθεια. Ἐξίσου τὸ ἀδικεῖ καὶ ἔχει εὐθύνη ὅποιος σκόπιμα ἤ συστηματικὰ ἀλλοιώνει τὸ Ἦθος, προσπαθεῖ νὰ ὑποτιμήσει καὶ νὰ ὑποβαθμίσει τὴν Ἁγιότητα τῶν Χριστιανῶν. Ὅπως ἐπίσης θὰ εἶναι βαριὰ ἔνοχος καὶ ὅποιος διασπάσει τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἐπαναστατικὲς πράξεις φιλοδοξίας καὶ φανατισμοῦ.
Τὸ Ἔργο τοῦ Χριστοῦ: Ἀλήθεια, Ἁγιότητα, Ἑνότητα. Μιὰ ἱερότατη παρακαταθήκη, ποὺ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ δέος μᾶς ἔβαλαν στὰ χέρια! Ἕνας ἀτίμητος θησαυρός!
Εὐλαβικὰ ἂς τὸν ἀσπασθοῦμε. Κι αὐτούσιο ἂς τὸν διατηρήσουμε στοὺς αἰῶνες…» ( Ἀπό τό βιβλίο «Ἕνα μήνυμα κάθε Κυριακή», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»).