ΚΕΙΜΕΝΟ
«καί ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου»
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
«Καί πρέπει νά ἀγαπήσῃς Κύριον τόν Θεόν σου μέ ὅλην τήν καρδιά σου καί μέ ὅλην τήν ψυχήν σου καί μέ ὅλην τήν δύναμίν σου» ( Ἀπό τήν «ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΕΤΑ ΣΥΝΤΟΜΟΥ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ», τόμος 10ος, ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΣΧΟΛΙΟ
«Ἡ καρδιά μου, Κύριε! Ὤ, ἡ καρδιά μου! Δέν ἐννοῶ, Θεέ μου,τό πολύτιμο μέλος τοῦ σώματός μου, αὐτό πού εἶναι κρυμμένο στά στήθη μου καί χτυπᾶ συνεχῶς μέρα καί νύχτα καί στέλνει τό αἷμα στά διιάφορα μέλη τοῦ σώματος καί τά τροφοδοτεῖ ἀκατάπαυστα μέ τό ζωογόνο αἷμα. Δῶρο δικό Σου εἶναι, Θεέ μου, καί ἡ σάρκινη καρδιά μου. Μερικές φορές μάλιστα τή νύχτα, πού μπορῶ νά ἀκούω τούς χτύπους της, μοῦ φαίνεται σάν νά ἀκούω τά βήματα Σου,νά ἔρχεσαι κοντά μου… Αλλά, Κύριε μου, ὄχι, δέν ἐννοῶ τή σάρκινη καρ¬διά μου. Αὐτή ἐκτελεῖ τό ἔργο πού τῆς ἀνέθεσες Ἐσύ ὁ πάνσοφος Δημιουργός μου, χωρίς νά γνωρίζει τί κάνει, χωρίς νά ἔχει συναίσθηση καί χωρίς νά καταλαβαίνει τί ζωτικό ἔργο ἐπιτελεῖ. Ἐννοῶ, Θεέ μου, τήν πνευματική καρδιά, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό κέντρο τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας καί εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀγάπης καί ὅλου τοῦ συναισθηματικοῦ μας κόσμου• καί μέ τήν ὁποία ὁλόκληρη μοῦ ζητᾶς νά Σέ ἀγαπῶ.
«Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου» νομοθέτησες ἀπό τήν παλιά ἐποχή, πολύ πρίν ὁ ἀγαπητός Υἱός Σου, ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός, γίνει ἄνθρωπος καί πάθει γιά μενα (Δευτ. ς’ 5). Καί Ἐκεῖνος ἐπανέλαβε τήν ἐντολή Σου αὐτή καί τή χαρακτήρισε μάλιστα ὅτι εἶναι ἡ πρώτη καί μεγάλη ἐντολή, ἡ πιό σπουδαία ἀπό ὅλες, ἀφοῦ ἀναφέρεται σέ Σένα τόν ἀπειροτέλειο Θεό, τόν Κτίστη καί Δημιουργό τοῦ κόσμου. Τόν Πλάστη καί Λυτρωτή τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.
«Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου». Ναί, Θεέ μου. Μου ζητᾶς νά Σέ ἀγαπῶ μέ ὅλες τίς πνευματικές μου δυνάμεις. Θέλεις τό ἐσωτερικό μου νά φλέγεται ἀπό τή δική Σου ἀγάπη. Κανένα πρόσωπο, κανένα πράγμα, κανένα ἀγαθό τοῦ κόσμου αὐτοῦ νά μή μέ ἑλκύει, παρά μόνο Ἐσύ. Αὐτό τό νόημα ἔχει καί ἡ ἐντολή Σου, πού διατυπώθηκε πολύ νωρίς διά τοῦ σοφοῦ Σολομῶντος. «Δός μοι, υἱέ, σήν καρδίν» (Παροιμ. κγ’ 26). Παιδί μου, δῶσ’ μου τήν καρδιά σου. Ἀγάπησέ με μέ ὅλη τή δύναμή σου.
«Ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου».
Ὤ, το νά ἀγαπᾶμε τον Θεό «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» μας σημαίνει νά ὑπάρχει μέσα μας ἄσβεστη φλόγα ἀγάπης πρός τόν Θεό. Οἱ πόθοι μας καί οἱ ἐπιθυμίες μας νά ἔχουν περιεχόμενο τή δική Του δόξα. «Ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» σημαίνει νά ἐπιδιώκουμε κάθε εὐκαιρία νά ἀπασχολούμαστε μέ τόν Νόμο Του, νά ἐμβαθύνουμε στά λόγια Του, νά θυμούμαστε τίς εὐεργεσίες Του, νά ἐργαζόμαστε τό ἅγιο θέλημά Του, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος μᾶς εἶπε ὅτι «ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με» (Ἰωαν. ιδ’ 21).
Οἱ ἅγιες ψυχές, πού ἀγάπησαν τόν Κύριο «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» των, ἐκφράζονται μέ λόγια συγκινητικά καί πολύ διδακτικά ἀπό τά ὁποῖα μποροῦμε νά διδαχθοῦμε κι ἐμεῖς. Δές πῶς ἐξωτερικεύει τή θερμή του ἀγάπη πρός τόν Θεό ὁ θεόπνευστος Ψαλμωδός, ὅταν κάποτε βρέθηκε μακριά ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ὑπῆρχε ὁ περίφημος ναός. «Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός… Πότε ἥξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ;» (Ψαλμ. μα’ 2-3). Ὅπως τό διψασμένο ἐλάφι καίγεται ἀπό τή δίψα καί μέ πολύ πόθο τρέχει νά βρεῖ τίς πηγές τῶν ὑδάτων γιά νά ξεδιψάσει, ἔτσι καί ἡ ψυχή μου ἀναζητεῖ νά ἐπικοινωνήσει μαζί Σου, γιά νά ἀπολαύσει τήν παρηγοριά Σου. Πότε λοιπόν θά ἀξιωθῶ νά ἐπιστρέψω στήν Ἱερουσαλήμ καί νά ἔρθω στόν ἅγιο ναό Σου, νά παρουσιασθῶ ἐνώπιόν Σου, νά λάβω μέρος στή λατρεία Σου; Ὤ, ἄν εἴχαμε κι ἐμεῖς τόν πόθο αὐτό, ἄν φλογιζόταν καί ἡ δική μας καρδιά ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἔφευγε οὔτε στιγμή ἀπό τόν νοῦ μας ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δέν θά μᾶς ἱκανοποιοῦσε ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά τοῦ κόσμου αὐτοῦ παρά μόνο ἡ προσευχή καί ἡ μελέτη τοῦ νόμου Του, ἡ θεία λατρεία καί ἡ συμμετοχή μας στήν τέλεση τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Καί τά ἔργα μας ὅλα ἐμπνεόμενα ἀπό τήν ἀγάπη Του θά γίνονταν ὅσο τό δυνατόν πιό τέλεια καί ὁλοκληρωμένα γιά νά εὐχαριστεῖται ὁ Θεός τῆς ἀγάπης μας.
Θέλετε νά ἀκούσετε πῶς ἐκφράζεται καί ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος πού ἀγαπᾶ θερμά τόν Θεό. Αὐτός εἶναι τό «σκεῦος τῆς ἐκλογῆς», ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος θεώρησε ὅλα τά ἐγκόσμια καί ὑλικά ἀγαθά «σκύβαλα» καί τά περιφρόνησε καί τά ἀπαρνήθηκε, «ἵνα Χριστόν κερδήσῃ» (Φιλιπ. γ’ 8). «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα;… Πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος οὔτε ζωή οὔτε ἄγγελοι οὔτε ἀρχαί οὔτε δυνάμεις οὔτε ἐνεστῶτα οὔτε μέλλοντα οὔτε ὕψωμα οὔτε βάθος οὔτε τις κτίσις ἑτέρα δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. η’ 35-39).
Νά γιατί ὁ Κύριος χαρακτήρισε τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί τῆς διανοίας καί τῆς ψυχῆς σου» ὡς τήν πρώτη καί μεγάλη ἐντολή (Ματθ. κβ’ 37-38). Γι’ αὐτό καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία παρακαλεῖ τόν Θεό ὡς ἑξῆς: «Ἀξίωσον ἡμᾶς ἀγαπᾶν καί φοβεῖσθαί σε ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ἡμῶν καί ποιεῖν ἐν πᾶσι τό θέλημά σου».
Ἐάν εἴχαμε ἀγαπήσει τόν Κύριο «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» μας, τίποτε ἀπό τά μάταια καί φθαρτά τοῦ κόσμου αὐτοῦ δέν θά μᾶς τραβοῦσε, παρά μόνον Αὐτός, πού εἶναι τό πιό τερπνό καί πιό μεγάλο Ἀγαθό.
Θεέ μου, πότε λοιπόν καί ἡ δική μας καρδιά θά Σέ ποθήσει ἐξ ὁλόκληρου; Πότε θά ἀπευθύνει πρός Ἐσένα τόν οὐράνιο Νυμφίο της, τόν Σωτήρα καί Λυτρωτή Κύριο, τόν θεόπνευστο λόγο τῆς πρός Σέ ἀγάπης καί θά Σοῦ πεῖ: «Τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμι» Ἆσμ. ε’ 8); Πότε ὁλόθερμη ἡ ἀγάπη μας πρός Σέ θά πυρπολήσει καί τίς δικές μας καρδιές; Πότε θά Σέ διψάσουν οἱ καρδιές μας, ὥστε νά τρέχουν μέ πολλή προθυμία στήν προσευχή καί στήν ἐπικοινωνία μέ Σένα χωρίς νά κουράζονται, ἀλλά ἀχόρταστα νά ἐντρυφοῦν στόν θεῖο Σου νόμο καί νά Σέ ἀπολαμβάνουν; Δῶσ’ μας τή χάρη Σου, Κύριε, νά Σέ ἀγαπήσουμε πραγματικά «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας» μας. Ἀμήν.
( Ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀρχ. Χριστοφ.Παπουτσοπούλου «ΟΙ ΣΠΕΙΡΟΝΤΕΣ ΕΝ ΔΑΚΡΥΣΙΝ», ἔκδοση «Ο ΣΩΤΗΡ»)