«Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας Λόγοι καί Ὁμιλίες τόμος Β΄»
«Πῶς πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε τὸν Χριστὸ» (α)
«Τόσο λίγοι ἄνθρωποι στὴ Συμφερούπολη θέλουν νὰ ἀκούσουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ; Χιλιάδες κατοίκους ἔχει ἡ πόλη μας καὶ μόνο μία μικρὴ χούφτα ἄνθρωποι ἦλθαν νὰ μὲ ἀκούσουν. Μήπως αὐτὸ σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ σταματήσω νὰ κηρύττω; Ὄχι. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος κήρυττε καὶ σὲ λίγους, ἀκόμα καὶ σὲ ἕναν μόνο ἄνθρωπο. Δὲν γνωρίζω πιὸ εἶναι τὸ καλύτερο· νὰ μιλάω σὲ πολλοὺς ἤ σὲ λίγους. Μπορεῖ μεταξὺ αὐτῶν τῶν ὀλίγων νὰ βρίσκεται κάποιος γιὰ τὸν ὁποῖον αὐτὸ ποὺ ἀκούει νὰ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία. Τὸ καθῆκον μας εἶναι νὰ φροντίζουμε τὴν σωτηρία σας. «Χαρὰ γίνεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι» (Λκ. 10, 15). Καὶ ἐμεῖς πολὺ χαιρόμαστε ὅταν ὁ λόγος μας ἀγγίζει τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ δὲν θὰ σταματήσω ποτὲ νὰ κηρύττω.
«Ἐγένετο δὲ πορευομένων αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ εἶπέ τις πρὸς αὐτὸν ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ, Κύριε. Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· αἱ ἀλωπεκὲς φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποὺ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ. Εἶπε δὲ πρὸς ἕτερον ἀκολούθει μοι. Ὁ δὲ εἶπε· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι ἀπελθόντι πρῶτον θάψαι τὸν πατέρα μου. Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς· σὺ δὲ ἀπελθών διάγγελε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Εἶπε δὲ καὶ ἕτερος· ἀκολουθήσω σοι, Κύριε· πρῶτον δὲ ἐπίτρεψόν μοι ἀποτάξασθαι τοῖς εἰς τὸν οἶκον μου. Εἶπε δὲ ὁ Ἰησοῦς πρὸς αὐτόν· οὐδεὶς ἐπιβαλών τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπ’ ἄροτρον καὶ βλέπων εἰς τὰ ὀπίσω εὔθετὸς ἐστιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Λκ. 9, 57-62).
Ὁ Κύριος δὲν εἶχε ποὺ νὰ γείρει τὸ κεφάλι. Ἔλε¬γε ὅτι οἱ ἀλεποῦδες ἔχουν καταφύγια καὶ τὰ πουλιὰ φωλιὲς καὶ ὁ ἴδιος δὲν ἔχει ποὺ νὰ γείρει τὸ κεφάλι. Αὐτὸς ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν Χριστὸ ἔχει πολλὲς δυσκολίες γιατί πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνει στερήσεις καὶ νὰ ὑποστεῖ διωγμούς. Πρέπει νὰ εἶναι ἔτοιμος νὰ μὴν ἔχει ποῦ νὰ γείρει καὶ αὐτὸς τὸ κεφάλι καὶ τί νὰ φάει. Καὶ ὑπῆρξαν πολλοὶ ἄνθρωποι ποὺ περιφρόνησαν αὐτοὺς τοὺς κινδύνους. Ἄφηναν τὰ σπίτια τους καὶ ἔτρεχαν σὲ ἔρημους τόπους. Ἐκεῖ ἔχτιζαν καλύβες καὶ ζοῦσαν βίο ἀσκητικό. Καὶ κανέναν ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ἄφηνε ὁ Κύριος, κανεὶς δὲν πέθανε ἀπὸ τὴν πείνα. Τοὺς ὁδήγησε ὁ Κύριος σὲ ἕναν δρόμο δύσκολο ὁ ὁποῖος ὅμως τοὺς ἔφερε στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ἔστελνε τροφὴ στοὺς ἐκλεκτοὺς του· τοὺς ἔβρισκαν οἱ ἄνθρωποι μέσα στὰ πυκνὰ δάση καὶ τοὺς ἔφερναν ψωμί.» (Τά κείμενα τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ πού δημοσιεύονται σέ συνέχειες στήν ἱστοσελίδα μας εἶναι παρμένα ἀπό τό ὁμώνυμο βιβλίο τῶν ἐκδόσεων «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»)