Κυριακή 7 Ὀκτωβρίου 2012

foto_chiesa_01

Λουκ. ζ΄ 11-16

11 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἑξῆς ἐπορεύετο εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς.

12 ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ.

13 καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε·

14 καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι.

15 καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔ­δω­κεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ.

16 ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λα­ὸν αὐτοῦ.

ἑρμηνεία Π.Ν. Τρεμπέλα

11 Ἀργότερα, κάποια μέρα, ὁ Ἰησοῦς πήγαινε σέ κάποια πόλη πού λεγόταν Ναΐν. Μαζί του βάδιζαν καί οἱ μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀρκετοί, καθώς καί πλῆθος λαοῦ πολύ.

12 Μόλις ὅμως πλησίασε στήν πύλη τῆς πόλεως, ἰδού, ἔβγαζαν ἔξω ἕνα νεκρό, τόν μονάκριβο γιό μιᾶς μητέρας πού ἦταν χήρα καί δέν εἶχε κανέναν ἄλλο προστάτη στόν κόσμο. Καί μαζί μ’ αὐτήν ἦταν καί πολύς λα­ός ἀπ’ τήν πόλη πού συνόδευε καί παρακολουθοῦσε μέ μεγάλη συμπόνια τήν κηδεία.

13 Ὅταν εἶδε τή χήρα ὁ Ἰησοῦς, τήν σπλαχνίσθηκε, καί γνω­ρίζοντας μέ βεβαιότητα ὅτι σέ λίγο θά ἀνέσταινε τό γιό της τῆς εἶπε: Μήν κλαῖς.

14 Τότε πλησίασε κι ἄγγιξε τό φέρετρο. Κι ἐκεῖνοι πού τό σήκωναν στάθηκαν. Καί εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Νέε μου, σέ σένα μιλῶ. Σήκω.

15 Τότε ὁ νεκρός ἀνασηκώθηκε καί κάθισε ζωντανός πάνω στό φέρετρο κι ἄρχισε νά μιλάει. Καί ὁ Ἰησοῦς τόν παρέδωσε στή μητέρα του. 

16 Ὅλους τότε τούς κυρίευσε φόβος, διότι αἰσθάνονταν τήν πα­ρουσία θείας δυνάμεως μέσα στήν ἁμαρτωλότητα καί ἀναξιότητά τους. Καί δόξαζαν τόν Θεό καί ἔλεγαν ὅτι μεγάλος προφήτης ἐμφανίστηκε ἀνά­μεσά μας καί ὅτι ὁ Θεός ἐπισκέφθηκε τό λαό του γιά νά τόν προ­στατεύσει.