Παρασκευή 12 Ὀκτωβρίου 2012

xeiros

Λουκ. θ΄ 12-18

12 Ἡ δὲ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν· προσελθόντες δὲ οἱ δώδεκα εἶπον αὐτῷ· ἀπόλυσον τὸν ὄχλον, ἵνα πορευθέντες εἰς τὰς κύκλῳ κώμας καὶ τοὺς ἀγροὺς καταλύσωσι καὶ

εὕρωσιν ἐπισιτισμόν, ὅτι ὧδε ἐν ἐρήμῳ τόπῳ ἐσμέν.

13 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. οἱ δὲ εἶπον· οὐκ εἰσὶν ἡμῖν πλεῖον ἢ πέντε ἄρτοι καὶ ἰχθύες δύο,

εἰ μήτι πορευθέντες ἡμεῖς ἀγοράσομεν εἰς πάντα τὸν λαὸν τοῦτον βρώματα·

14 ἦσαν γὰρ ὡσεὶ ἄνδρες πεντακισχίλιοι. εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· κατακλίνατε αὐτοὺς κλισίας ἀνὰ πεντήκοντα.

15 καὶ ἐποίησαν οὕτω καὶ ἀνέκλιναν ἅπαντας.

16 λαβὼν δὲ τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐ­ρανὸν εὐλόγησεν αὐτοὺς καὶ κατέκλασε, καὶ ἐδίδου τοῖς μα­­­θηταῖς παραθεῖναι τῷ ὄχλῳ.

17 καὶ ἔφαγον καὶ ἐχορτάσθησαν πάντες, καὶ ἤρθη τὸ περισσεῦσαν αὐτοῖς κλασμάτων κόφινοι δώδεκα.

18 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν προσευχόμενον καταμόνας, συνῆ­σαν αὐτῷ οἱ μαθηταί, καὶ ἐπηρώτησεν αὐτοὺς λέγων· τίνα με λέγουσιν οἱ ὄχλοι εἶναι;

 

ἑρμηνεία Π.Ν. Τρεμπέλα

12 Στό μεταξύ ὅμως ἡ ἡμέρα ἄρχισε νά γέρνει πρός τό βράδυ. Καί τότε τόν πλησίασαν οἱ δώδεκα ἀπόστολοι καί τοῦ εἶπαν: Δῶσε ἐντολή στά πλήθη τοῦ λαοῦ νά φύγουν, νά πᾶνε στά γύρω χωριά καί τά χωράφια καί νά βροῦν ἐκεῖ καταλύματα νά περάσουν τή νύχτα τους καί τρόφιμα νά φᾶνε. Διότι ἐδῶ βρισκόμαστε σέ ἐρημικό τόπο.

13 Τότε τούς ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς: Δῶστε τους ἐσεῖς νά φᾶνε. Αὐτοί ὅμως τοῦ εἶπαν: Δέν ἔχουμε παραπάνω ἀπό πέντε ἄρτους καί δύο ψάρια, ἐκτός ἐάν πᾶμε ἐμεῖς καί μπορέσουμε νά ἀγοράσουμε τροφές γιά ὅλο αὐτό τό λαό.

14 Καί εἶπαν οἱ μαθητές «γιά ὅλο αὐτό τό λαό», διότι βρίσκονταν ἐκεῖ περίπου πέντε χιλιάδες ἄνδρες. Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του: Βάλτε τους νά καθίσουν κατά παρέες ἀνά πενήντα ἀνθρώπους ἡ κάθε ὁμάδα.

15 Ἔτσι καί ἔκαναν οἱ ἀπόστολοι καί τούς ἔβαλαν ὅλους νά καθίσουν.

16 Κι ἀφοῦ πῆρε ὁ Ἰησοῦς τούς πέντε ἄρτους καί τά δύο ψάρια, σήκωσε τά μάτια του στόν οὐρανό γιά νά εὐχαριστήσει καί νά ἐπικα­λεσθεῖ τόν ἐπουράνιο Πατέρα του, καί τούς εὐλόγησε. Καί μετά τήν εὐ­λογία ἔκοψε τούς ἄρτους σέ κομμάτια καί ἔδινε συνεχῶς στούς μαθητές γιά νά τά προσφέρουν στό πλῆθος τοῦ λαοῦ.

17 Κι ἔφαγαν ὅλοι τους καί χόρτασαν. Καί μάζεψαν ἔπειτα ὅσα κομ­μάτια τούς εἶχαν περισσέψει, δηλαδή δώδεκα κοφίνια γεμάτα.

18 Κι ἐνῶ κάποτε προσευχόταν σ’ ἕνα μοναχικό μέρος, μακριά ἀπό τό πλῆθος, κάποια στιγμή πού ἦταν κοντά του οἱ μαθητές τούς ρώτησε: Ποιός νομίζουν τά πλήθη τοῦ λαοῦ ὅτι εἶμαι;