Λουκ. η΄ 5-15
ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό·
6 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα·
7 καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό·
8 καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.
9 Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη;
10 ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν.
11 ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ·
12 οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰ σιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν.
13 οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ
πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται.
14 τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι.
15 τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ.
ἑρμηνεία Π.Ν. Τρεμπέλα
5 Βγῆκε ὁ σποριάς στό χωράφι του, γιά νά σπείρει τό σπόρο του. Καί καθώς ἔσπερνε, μερικοί σπόροι ἔπεσαν κοντά στό δρόμο τοῦ χωραφιοῦ καί καταπατήθηκαν ἀπό τούς διαβάτες, καί τούς κατέφαγαν τά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ.
6 Ἄλλοι σπόροι πάλι ἔπεσαν πάνω σέ πετρῶδες ἔδαφος, κι ἀφοῦ φύτρωσαν, ξεράθηκαν, ἐπειδή δέν εἶχαν ὑγρασία.
7 Κι ἄλλοι σπόροι ἔπεσαν σέ ἔδαφος γεμάτο ἀπό σπόρους ἀγκαθιῶν, κι ὅταν τά ἀγκάθια φύτρωσαν μαζί τους, τούς ἔπνιξαν τελείως.
8 κι ἄλλοι σπόροι ἔπεσαν μέσα στή γῆ τή μαλακή καί εὔφορη, καί ὅταν φύτρωσαν, ἔκαναν καρπό ἑκατό φορές περισσότερο ἀπ’ τό σπόρο. Κι ἐνῶ τά ἔλεγε αὐτά, γιά νά δώσει μεγαλύτερο τόνο στούς λόγους του καί γιά νά διεγείρει τήν προσοχή τῶν ἀκροατῶν του, φώναζε δυνατά: Αὐτός πού ἔχει αὐτιά πνευματικά καί ἐνδιαφέρον πνευματικό γιά νά ἀκούει καί νά ἐγκολπώνεται αὐτά πού λέω, ἄς ἀκούει.
9 Οἱ μαθητές του τότε τόν ρωτοῦσαν καί τοῦ ἔλεγαν: Ποιά εἶναι ἡ ἔννοια καί ἡ σημασία αὐτῆς τῆς παραβολῆς;
10 Κι αὐτός τούς ἀπάντησε: Σέ σᾶς πού ἔχετε ἐνδιαφέρον καί καλή διάθεση σᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τή χάρη του νά μάθετε τίς μυστηριώδεις ἀλήθειες τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· στούς ἄλλους ὅμως μιλάω μέ παραβολές. Αὐτοί δέν ἔχουν ἐνδιαφέρον νά γνωρίσουν καί νά δεχθοῦν τίς πνευματικές ἀλήθειες, καί ὁ νοῦς τους εἶναι ἀμαθής καί ἀνίκανος γιά πνευματική διδασκαλία. Γι’ αὐτό διδάσκω μέ τόν τρόπο αὐτό, γιά νά μήν μποροῦν νά δοῦν βαθύτερα καί καθαρότερα, ἄν καί θά βλέπουν μέ τά σωματικά τους μάτια, καί γιά νά μήν μποροῦν νά καταλάβουν, ἄν καί θά ἀκοῦν τή διδασκαλία πού τούς ἐξηγεῖ τά μυστήρια. Καί τό κάνω αὐτό ὄχι μόνο γιά λόγους δικαιοσύνης, ἀλλά καί ἀπό ἀγαθότητα, γιά νά μήν ἐπιβαρύνουν τή θέση τους περιφρονώντας τήν ἀλήθεια, καί σκληρυνθοῦν περισσότερο.
11 Ἡ σημασία τῆς παραβολῆς εἶναι αὐτή: Ὁ σπόρος συμβολίζει τό λόγο τοῦ Θεοῦ.
12 Τό ἔδαφος πού εἶναι κοντά στό δρόμο συμβολίζει αὐτούς πού ἄκουσαν ἁπλῶς καί μόνο τό λόγο. Ἔπειτα ἔρχεται ὁ διάβολος καί ἀφαιρεῖ τό λόγο ἀπό τίς καρδιές τους, γιά νά μήν πιστέψουν καί σωθοῦν.
13 Τό πετρῶδες ἔδαφος ἐξάλλου πού δέχθηκε τό σπόρο συμβολίζει αὐτούς οἱ ὁποῖοι ὅταν ἀκούσουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ τόν δέχονται μέ χαρά καί ἐνθουσιασμό. Μέσα τους ὅμως δέν ἔχει αὐτός βαθιά ρίζα, γιά νά στερεωθεῖ. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς αὐτοί γιά λίγο χρόνο πιστεύουν, ὅταν ὅμως ἔλθει καιρός πειρασμοῦ ἤ διωγμοῦ ἀπομακρύνονται ἀπό τήν πίστη.
14 Οἱ σπόροι πού ἔπεσαν στά ἀγκάθια συμβολίζουν ἐκείνους πού ἄκουσαν τό λόγο τοῦ Θεοῦ κι ἀρχίζουν μέ κάποια προθυμία νά βαδίζουν στό δρόμο τῆς πίστεως. Πνίγονται ὅμως ἀπό τίς ἀγωνιώδεις φροντίδες γιά νά ἀποκτήσουν πλούτη, καθώς κι ἀπό τίς ἀπολαύσεις τῆς σαρκικῆς ζωῆς, στήν ὁποία διευκολύνουν τά πλούτη πού ἀπέκτησαν, κι ἔτσι δέν προκόπτουν οὔτε φτάνουν μέχρι τό τέλος, προκειμένου νά δώσουν τόν καρπό.
15 Οἱ σπόροι τώρα πού ἔπεσαν στήν εὔφορη γῆ συμβολίζουν τούς ἀνθρώπους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι μέ καρδιά καλοπροαίρετη, εὐθεία καί ἀγαθή ἄκουσαν καί κατανόησαν τό λόγο καί τόν κρατοῦν σφιχτά μέσα τους, καί καρποφοροῦν τίς ἀρετές δείχνοντας ὑπομονή καί καρτερία στίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς καί σ’ ὅλα τά ἐμπόδια πού συναντοῦν στήν ἄσκηση τῆς πνευματικῆς ζωῆς.