Σάββατο 27 Ὀκτωβρίου 2012

images43

«Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας Λόγοι καί Ὁμιλίες τόμος Β΄»

Περὶ τῆς ματαιότητος τῆς δόξης τῶν ἀνθρώπων (β)

    “Οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ τὴν ἀνθρώπινη δόξα τὴν θεωροῦσαν ἐπικίνδυνη καὶ βλαβερὴ γιὰ τὴν καρδιά. Γι’ αὐτὸ γιὰ νὰ τὴν ἀποφύγουν κρύβονταν στὴν ἔρημο καὶ τὰ ἀδιάβατα δάση, ὅπου δὲν θὰ ἄκουγαν τοὺς μάταιους ἐγκωμιασμούς. Ἐμεῖς ὅμως δὲν εἴμαστε τέτοιοι. Ἔχουμε ξεχασμένο τὸ λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ποὺ λέει· «Ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμεν, ὅτι ὅ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λκ. 17, 10). 
    Εἶναι καθῆκον μας νὰ εὐεργετοῦμε τὸν πλησίον μας καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε στὴν ζωή μας τὴν ὁδὸ τῆς ἀλήθειας. Ὅταν τὸ κάνουμε νὰ λέμε πὼς εἴμαστε δοῦλοι καὶ κάναμε αὐτὸ ποὺ ὀφείλαμε νὰ κάνουμε. 
     Ἄς μὴν ἐπιζητοῦμε τὴν δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Καὶ θὰ μᾶς τὴν χαρίσει ὁ Θεός, θὰ μᾶς τὴν χαρίσει ὅταν θὰ περιφρονήσουμε τὴν μάταιη ἀνθρώπινη δόξα καὶ θὰ ἔχουμε μέσα μας τὸ αἴσθημα ποὺ εἶχε ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν ἔλεγε· «Ἀδελφοί, ἐγὼ ἐμαυτόν οὔπω λογίζομαι κατειληφέναι·  ἐν δέ, τὰ μὲν ὀπίσω ἐπιλανθανόμενος τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπι τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Φι. 3, 13-14).
     Δὲν σκεφτόταν τὰ μεγάλα του ἔργα καὶ τὰ κατορθώματά του στὴν ὁδό τῆς δικαιοσύνης ποὺ διέτρεξε. Πάντα πορευόταν μπροστὰ σ’ αὐτὸ τὸν δρόμο ποὺ δὲν ἔχει πέρας. Ἡ ἐπιθυμία του νὰ προχωράει ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὴν ὁδό τοῦ Χριστοῦ ἦταν τόσο ἰσχυρὴ ποὺ τὸν ἔκανε νὰ περιφρονεῖ τὴν ἀνθρώπινη δόξα. Ποτὲ δὲν τὴν ἐπιζητοῦσε, πορευόμενος πάντα μπροστά. 
     Τὸ ἴδιο καὶ ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ ἐπιζητοῦμε τιμὴ καὶ δόξα τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ γνωρίζουμε πόσο μας βλάπτουν καὶ πόσο διαφθείρουν τὴν καρδιά μας. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται νὰ κάνουμε, εἶναι νὰ θυμόμαστε καὶ νὰ λέμε πάντοτε πὼς εἴμαστε δοῦλοι ἀχρεῖοι καὶ κάνουμε αὐτὸ ποὺ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε. Εὔχομαι αὐτὸ τὸ αἴσθημα νὰ ἔχουν οἱ καρδιὲς ὅλων μας. Ἄς μὴν ἐπιζητᾶμε ἐπαίνους, δόξα καὶ τιμή, ἄς ζοῦμε ἥσυχα, χωρὶς νὰ φαινόμαστε, θεωρώντας τοὺς ἑαυτούς μας δούλους ἀνάξιους.
     Ὅταν πέφτουμε, καὶ βεβαίως πέφτουμε, διότι τὸ πράγμα αὐτὸ εἶναι ἀναπόφευκτο ἀκόμα καὶ στοὺς δικαίους ἀνθρώπους ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς νὰ πέφτουν ὅταν πέφτουμε, λοιπόν, ἄλλοιμονό μας ἂν πέφτουμε ἀπὸ ψηλά. Τότε σὰν νὰ πέφτουμε ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ. Καλύτερα νὰ πέφτουμε ἀπὸ χαμηλά. Τότε ἡ πτώση δὲν θὰ μᾶς βλάψει πολύ. Νὰ εἴμαστε σὰν τὸ παιδί. Αὐτὸ ὅταν πέφτει εἶναι σὰν τὴ μπάλα, πέφτει καὶ σηκώνεται ἀμέσως. Εὔχομαι νὰ μᾶς μάθει ὁ Θεὸς νὰ σηκωνόμαστε μετὰ ἀπὸ κάθε πτώση. Ἀμήν.” (Τά κείμενα τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ πού δημοσιεύονται σέ συνέχειες στήν ἱστοσελίδα μας εἶναι παρμένα ἀπό τό ὁμώνυμο βιβλίο τῶν ἐκδόσεων «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»)