Εὐαγγέλιον:
ἡμέρας, Παρ. η΄ ἑβδ. Λουκᾶ (Λκ. ιγ΄ 31-35).
31 Ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθόν τινες Φαρισαῖοι λέγοντες
αὐτῷ· ἔξελθε καὶ πορεύου ἐντεῦθεν, ὅτι Ἡρῴδης θέλει σε ἀποκτεῖναι.
32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες εἴπατε τῇ ἀλώπεκι
ταύτῃ· ἰδοὺ ἐκβάλλω δαιμόνια καὶ ἰάσεις ἐπιτελῶ σήμερον καὶ αὔριον, καὶ τῇ
τρίτῃ τελειοῦμαι·
33 πλὴν δεῖ με σήμερον καὶ αὔριον καὶ τῇ ἐχομένῃ
πορεύεσθαι, ὅτι οὐκ ἐνδέχεται προφήτην ἀπολέσθαι ἔξω Ἱερουσαλήμ.
34 Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας
καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τὰ
τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις τὴν ἑαυτῆς νοσσιὰν ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ
ἠθελήσατε!
35 ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. λέγω δὲ ὑμῖν
ὅτι οὐ μή με ἴδητε ἕως ἂν ἥξῃ ὅτε εἴπητε· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι
Κυρίου.
Ἑρμηνεία
Π.Ν. Τρεμπέλα
31 Ἐκείνη τήν ἡμέρα ἦλθαν μερικοί Φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι
ἀπό φθόνο προσπαθοῦσαν νά σταματήσουν τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ καί νά ἐκφοβίσουν τούς
πιστούς του. Ἤθελαν ἀκόμη νά φανοῦν ἀρεστοί στόν Ἡρώδη, διότι αὐτός θεωροῦσε
ἐπικίνδυνη γιά τόν ἴδιο τήν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ στά μέρη τῆς δικαιοδοσίας του.
Καί γιά νά τόν ἀναγκάσουν νά φύγει, τοῦ εἶπαν: Ἀπομακρύνσου ἀπό τά ὅρια τῆς
δικαιοδοσίας τοῦ Ἡρώδη καί φύγε ἀπό ἐδῶ, διότι ὁ Ἡρώδης θέλει νά σέ
σκοτώσει.
32 Κι ἐκεῖνος τούς εἶπε: Πηγαίνετε καί πέστε στόν
ἄνθρωπο αὐτόν πού ἔχει τήν πονηριά καί τή δολιότητα τῆς ἀλεποῦς: Εἶναι
μετρημένες οἱ μέρες τῆς ζωῆς μου. Νά, σήμερα καί αὔριο κάνω ἔργα εὐεργετικά καί
ὠφέλιμα γιά ὅλους, βγάζω δαιμόνια καί κάνω θεραπεῖες, καί τήν τρίτη ἡμέρα, πολύ
σύντομα δηλαδή, φτάνω στό τέλος τοῦ ἔργου μου καί τῆς ζωῆς μου.
33 Ἄς μήν ἐνοχλεῖται ὅμως ὁ Ἡρώδης κι ἄς μήν προχωρεῖ
σέ ἀπειλές. Δέν θά μέ σκοτώσει αὐτός. Σύμφωνα μέ τήν ἀπόφαση τοῦ Πατέρα μου,
σήμερα καί αὔριο, τίς λίγες δηλαδή ἀκόμη ἡμέρες μου πρέπει νά τίς ζήσω, καί δέν
μπορεῖ κανείς νά ματαιώσει τή βουλή τοῦ Θεοῦ. Καί τίς ἑπόμενες ἡμέρες,
ὑπακούοντας στή θεία βουλή, πρέπει νά πάω στά Ἱεροσόλυμα γιά νά πεθάνω ὄχι ἐδῶ,
ὅπως ἀπειλεῖ ὁ Ἡρώδης, ἀλλά ἐκεῖ. Διότι δέν εἶναι δυνατόν οὔτε συνηθίζεται νά
φονεύεται προφήτης ἔξω ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ.
34 Ἱερουσαλήμ, Ἱερουσαλήμ, ταλαίπωρη καί ἀξιοθρήνητη
πόλη! Ἐσύ πού σκοτώνεις τούς προφῆτες καί λιθοβολεῖς ἐκείνους πού σοῦ στέλνει ὁ
Θεός! Πόσες φορές θέλησα νά συμμαζέψω τά παιδιά σου μέ τή στοργή πού ἔχει ἡ
κλώσσα καθώς μαζεύει τό πλῆθος τῶν μικρῶν πουλιῶν της κάτω ἀπό τίς φτεροῦγες
της! Καί δέν θελήσατε!
35 Ἰδού, γιά τιμωρία σας ἀφήνεται ὁ οἶκος σας ἔρημος
καί ἀπροστάτευτος ἀπό τόν Θεό· ἀφήνεται δηλαδή καί ἐγκαταλείπεται ἡ πόλη σας
καί ὁ ναός της στά δικά σας μόνο χέρια. Σᾶς λέω μάλιστα ὅτι δέν θά μέ δεῖτε
πιά, ὥσπου νά ’ρθει ὁ καιρός νά μετανοήσετε καί νά πιστέψετε. Τότε θά
συμπεριληφθεῖτε στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας μου καί θά πεῖτε γιά μένα: Εὐλογημένος
εἶναι αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου ὡς ἀπεσταλμένος του καί
ἀντιπρόσωπός του.