Ο Καλός Σαμαρείτης

Ο
ΚΑ­ΛΟΣ ΣΑ­ΜΑ­ΡΕΙ­ΤΗΣ

 

1.
ΟΙ «ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ»

Τό ἐρώτημα πού ἔθεσε ὁ νομικός
ἦταν καίριο. «Τίς ἐστι μου πλησίον». Ἀλλά ὁ Κύριος ἀντί νά τοῦ ἀπαν­τή­σῃ μέ
τόν τρόπο πού θά περίμενε, μέ γλῶσ­σα δηλαδή νομική καί θεωρητική τοῦ ἀπαντάει
μέ μία παραβολή.

Στό δρόμο ἀπό Ἱερουσαλήμ πρός Ἱ­ερι­χώ,
λέγει, σ’ ἕνα δρόμο πολύ ἐπικίνδυνο, ὅπου καιροφυλακτοῦσαν λη­στές, πορευ­ό­ταν
ἕνας ὁδοιπόρος. Κάποια στιγμή ὅρ­μη­σαν ἐ­πά­νω του οἱ λη­στές, τόν κα­τ­αλή­στε­ψαν,
τόν τραυ­μάτισαν, τόν ἐγκατέλειψαν ἑτοιμαθάνατο. Πόσο σκλη­ρά καί ἀνάλγητα τόν
προσπέρασε κα­τό­πιν κά­ποι­ος ἱερεύς κι ἕνας λευΐτης ἀργότερα! Ὁ ἱερεύς τόν
εἶδε ἀ­πό μακριά καί χωρίς νά τόν πλη­σιάσῃ, ἐν­στι­­κτω­δῶς πέ­ρασε βια­στι­κά
ἀπό τό ἀπέ­ναντι μέρος κι ἀ­στρα­πιαία ἔφυγε. Ὁ Λευ­ϊ­της ὅ­μως ἀπο­δεί­χθηκε
πιό σκληρός. Ἦλ­θε δίπλα του, κι ἐ­νῶ εἶδε τήν ἄ­θλι­α κατάστασί του, ἐξ­α­­φα­νί­σθη­­κε.
Μπορεῖ βέβαια οἱ δύο αὐτοί ἄν­θρωποι νά δια­φέ­ρουν ὡς πρός τή βαρύτητα τῆς ἐνο­χῆς
τους μοι­ά­ζουν ὅμως σέ κάτι πολύ σημαντικό. Εἶ­ναι καί οἱ δύο ἐκ­πρό­σωποι τοῦ
Θεοῦ, ἄνθρωποι τοῦ Ναοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔχουν ἀξίωμα καί ἔργο ἱερό. Αὐτοί
ἔ­πρε­πε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον λόγῳ τῆς θέ­σεώς τους νά συμπαρασταθοῦν τόν
ἐγ­κα­τα­λελει­μέ­νο τραυ­ματία. Αὐτό ἐδίδασκαν ἄλλωστε καί οἱ δύο στούς ἄλ­λους,
τήν ἀγάπη πρός τόν πλη­σί­ον. Ἀλ­λά στή δύ­σκολη ὥρα ἀ­πο­δείχθηκαν συμφε­ρο­ν­­τολόγοι,
δειλοί καί ἄ­σπλαγ­χνοι. Ποι­οί; Οἱ «ἄν­θρω­ποι τοῦ Θεοῦ»!

Ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ἀληθινοί
ἀσφαλῶς θέλουμε νά εἴμαστε, καί προσπαθοῦμε ὡς μέλη τῆς Ἐκ­­κλησίας, νά ζοῦμε
μία συνειδητή πνευματική ζωή. Ὁ κόσμος γύρω μᾶς παρατηρεῖ. Δέν προ­σέχει ὅμως τόσο
τί λέμε ἤ πῶς ἐπι­τελοῦμε τά λατρευτικά μας καθήκοντα, ἀλ­­λά ἄν δεί­χνουμε ἀ­γάπη
στούς γύρω μας. Κι ἄν δέν τό κά­νουν κάποιοι αὐτό, σκα­ν­δαλίζονται καί
ἀγανακτοῦν καί λέ­νε: «δές οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, δέν ἔχουν ἀγάπη, πάνω ἀπό ὅλα κοιτοῦν
τό συμφέρον τους». Ἡ ἐποχή μας δέν πάσχει τό­σο ἀπό ἔλλειψι πνευματικῶν λόγων
περί ἀ­γάπης, ὅ­σο ἀπό ἔλ­λει­ψι πνευματικῶν ἀν­θρώ­πων τῆς ἔ­μ­­πρα­κτης
ἀγάπης. Ὅσοι λοιπόν θέλουμε νά εἴμαστε ἄν­θρω­ποι τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐκ­κλησίας, θά
πρέπει νά τό ἀ­πο­δει­κνύουμε αὐτό καθημερινά μέ τήν θυ­σι­αστική ἀ­γά­πη μας
καί ὄχι μόνο μέ τά λόγια μας.    

2. Ο ΚΑΛΟΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ

Ὁ ἀλλοεθνής Σαμαρείτης, δείχνει
ἀλη­θι­νή καί ἔμ­­πρακτη ἀγάπη. Δέν ὑπολογίζει ἐθνικές, θρη­σκευ­τικές ἤ ἄλλες
δι­α­φορές, δέν ὑπολογίζει κόπο καί χρήματα καί χρόνο, δέν φοβᾶται μήπως
συλληφθῇ καί ὁ ἴδιος ἀ­πό τούς ληστές. Ἕνα τόν νοιάζει: νά σώσῃ τόν ἑτοι­μο­θά­νατο.
Τόν πλησιάζει, πλένει τίς πληγές του, δένει τά τραύματά του. Πόσο κόπο θά
κατέβαλε γιά νά τόν ἐπι­βι­βάσῃ μόνος του στό ζῶο του! Ἀλλά καί πόσο θά κου­ρά­στηκε
βα­δί­ζοντας πεζός καί ὑποβα­στά­ζοντας τόν τραυματία μήν πέσῃ! Κι ὅλη τή νύ­κτα
στό πανδοχεῖο μέ πόση στοργή διακονοῦσε τόν ἄρρωστο! Ἔγινε πα­ρη­γορητής καί
ἰατρός καί μεταφορέας καί δι­ά­­κονος καί χορηγός. Ἐμεῖς δεί­χνου­με σήμερα μιά
τέ­τοια ἀγάπη στόν ἀδελφό μας! Μέχρι ποῦ φθά­νει ἡ ἀγάπη μας; Πό­σο μᾶς
κοστίζει σέ χρόνο καί κόπο καί χρή­μα­τα; Εἷναι τραγικό νά δείχνουν με­γα­λύτερη
ἀγάπη ἄν­θρωποι ἀλλό­θρη­σκοι, ἀλλοεθνεῖς κι ἐ­μεῖς πού ζοῦ­με μέσα στήν Ἐκ­κλη­σία
τοῦ Χριστοῦ, στήν κοι­νωνία τῆς ἀγά­πης νά μήν ἔχουμε καί νά μήν δίνουμε ἀ­γάπη!

3. Ο ΘΕΟΣ: ΣΑΜΑΡΕΙΤΗΣ

Ἡ παραβολή ὅμως ἔχει καί τή
βαθύτερη σημασία της. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, καί κάθε ἀ­πό­γονός του, κα­τέ­βαινε
ἀπό τόν κῆπο τῆς Ἐδέμ στά γκρε­μο­τό­πι­α τῆς ἁ­μαρ­τίας. Ὅλη ἡ ἀνθρώ­πι­νη
φύσις κα­ταρ­ρα­κώ­­νο­ν­ταν μέ­σα στήν ἀποστασία καί ἄρνησι τοῦ Θε­οῦ. Στήν κατηφορική
της αὐτή πο­ρεία οἱ λη­στές δαίμονες και­ροφυλακτοῦσαν νά ἀφαι­ρέ­σουν ἀπό τόν
ἄνθρωπο τά ἰμάτια τῆς ἀρετῆς καί τῆς πίστε­ως. Μέ τά πε­που­ρω­μένα βέλη τους γέμισαν
τήν ἀν­θρώπινη φύσι μέ πλη­γές καί τραύματα, τήν κα­τά­ν­τη­σαν ἑτοι­μο­θάνατη.
Τό κα­­κό ἦ­ταν ἀγίατρευτο. Γι’αὐτό ὁ ἴδιος ὁ Θεός τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ κα­τέβηκε στούς
δρόμους τῆς ζωῆς μας γιά νά σώσῃ τόν ἄνθρωπο. Βέβαια οἱ Ἰουδαῖοι τόν περι­φρό­νη­σαν
ὡς Σαμαρείτη. Ὁ Κύριός μας ὅμως, ὁ Καλός Σαμα­ρεί­της τῆς ζωῆς μας, ἄγγιξε τήν
ἑτοιμαθάνατη ἀν­θρω­πότητα καί μέ τήν διδα­σκα­λία του καί τά ἱερά του μυ­στήρια
γιάτρεψε τίς πληγες μας μέ οἶνον καί ἔ­λαι­ον. Μέ τή σταυρική του θυ­σία, «τάς
ἀ­σθε­νεί­ας ἡμῶν ἔλαβε καί τάς νόσους ἐβά­στα­σε». Μᾶς μετάγγισε ζωή μέ τό τίμιο
αἷμα του καί μᾶς ἔθρεψε μέ τό πα­νά­γιο Σῶμα του, γιά νά νά ζήσουμε. Καί μᾶς ἄφησε
στήν προ­στα­σία τοῦ Πανδοχείου του, τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Μᾶς ἄφησε τούς κληρικούς
μας, γιά νά μᾶς δι­α­κονοῦν καί νά μᾶς ἁγιάζουν μέσα στήν Ἑκκλησία του. Τά πά­ν­τα
ἔκανε γιά μᾶς ὁ Θεός. Ἔγινε γιά μᾶς ἡ ζωή μας. Καί τί ζητεῖ ἀπό ἐμᾶς; Νά
πάψουμε νά κατη­φο­ρί­ζου­με μέ­σα στά μονοπάτια τῶν ληστῶν τῆς ψυχῆς μας. Ἀλλά
νά ζοῦμε ζωή ἀνώτερη, ζωή ἁγία, μέσα στήν Ἐκ­κλη­σία του, μέ μετάνοια, πίστι
καί ἀγάπη. Νά τόν ἀ­γα­πή­σουμε μέ ὅλη μας τήν θέρμη καί δύναμι. Αὐτόν πού
ἐκανε τά πάντα γιά μᾶς, ἐμεῖς νά τοῦ προσφέρουμε τή ζωή μας.