«Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας Λόγοι καί Ὁμιλίες τόμος Β΄»
Ὁ ἅγιος Μαρτινιανός (α)
«Οὐκ οἴδατε ὅτι τά σώματα ὑμῶν μέλη Χριστοῦ ἐστίν; Ἄρας οὖν τά μέλη τοῦ Χριστοῦ ποιήσω πόρνης μέλη; Μή γένοιτο, ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἐν σῶμᾳ ἐστιν; Ἔσονται γάρ, φησίν, οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Α΄ Κο. 6, 15-17).
Ὁ λόγος αὐτός τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου ἔχει μπεῖ βαθιά μέσα στήν καρδιά τοῦ ὁσίου Μαρτινιανοῦ, τήν μνήμη τοῦ ὁποίου σήμερα ἑορτάζουμε καί μέ τήν δύναμή του τήν κυρίεψε ὅλη. Ὅλη ἡ φροντίδα του ἦταν πῶς νά φυλάξει τό σῶμα του καθαρό καί νά μήν πέσει σέ σαρκικό πειρασμό, διότι οἱ σαρκικές ἁμαρτίες, ἡ πορνεία, εἶναι αὐτές πού μᾶς κάνουν ἀκάθαρτους καί λερώνουν τό ἔνδυμα τῆς ψυχῆς καί τήν ἴδια τήν ψυχή μας ὅπως καμμία ἄλλη ἁμαρτία.
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰωάννης εἶπε: «Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ. Ἐάν τις ἀγαπᾶ τόν κόσμον, οὐκ ἐστιν ἡ ἀγάπη τοῦ πατρός ἐν αὐτῷ• ὅτι πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἐστιν ἐκ τοῦ πατρός, ἀλλ’ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί» (Α΄ Ἰω. 2, 15-16). Λέει λοιπόν ὁ ἀπόστολος ὅτι κάθε τί πού ὑπάρχει στόν κόσμο εἶναι ἡ ἐπιθυμία τῆς σάρκας, ἡ ἐπιθυμία τῶν ματιῶν. Ἡ πορνεία ὅμως εἶναι ἡ πιό φοβερή ἀπό ὅλες τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας, διότι αὐτή μᾶς κάνει νά εἴμαστε σάν τά ζῷα, σάν τά σκυλιά. Αὐτή λοιπόν τήν σαρκική ἐπιθυμία μέ ὅλη τήν καρδιά του μίσησε ὁ ὅσιος Μαρτινιανός. Δεκαοκτάχρονος ἔγινε μοναχός καί ἄρχισε νά ζεῖ μόνος του σ’ ἕνα ἀπομονωμένο κελί.
Τά σαρκικά πάθη τόν πολεμοῦσαν πολύ, ἐξαιτίας τῆς νεαρῆς του ἡλικίας, ἀλλά καί αὐτός τά πολεμοῦσε μέ ὅλη τή δύναμή του, δαμάζοντάς τα μέ τήν ἄσκηση. Ὁ ἐνάρετος βίος του ἔγινε γνωστός καί ὅλοι θαύμαζαν πῶς ἕνας νέος μέ τόση γενναιότητα πολεμᾶ τήν σάρκα του. Μία διεφθαρμένη γυναίκα ὀνόματι Ζωή, πού διακρινόταν γιά τήν ἐξωτερική της ὀμορφιά, ὅταν ἄκουσε τούς ἄλλους νά ἐπαινοῦν τόν ὅσιο Μαρτινιανό εἶπε• «Δέν εἶναι καθόλου παράδοξο ὅτι αὐτός ὁ νέος μοναχός φυλάγει τήν ἁγνότητά του. Ἀφοῦ ποτέ δέν βλέπει τίς γυναῖκες. Ἄς πάω ἐγώ σ’ αὐτόν καί θά δοῦμε ἄν θά μπορέσει νά σταθεῖ μπροστά μου».
Κατόρθωσε μέ δόλο καί πονηριά νά μπεῖ μέσα στό κελλί τοῦ ἁγίου. Ντύθηκε τά πιό ὡραῖα ἐνδύματα, ἔβαλε τά καλύτερα ἀρώματα καί ἦλθε στό κελλί τοῦ ὁσίου, γιά νά τόν σκανδαλίσει καί νά τόν βάλει σέ πειρασμό. Τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι πολύ πλούσια, ὅτι θέλει νά τόν ἔχει ἄνδρα της καί ὅτι θά δώσει σ’ αὐτόν ὅλα τά πλούτη της.
Δοκιμάστηκε σκληρά ὁ ὅσιος Μαρτινιανός, ἀλλά βγῆκε νικητής ἀπ’ αὐτή τήν δοκιμασία. Ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο νίκησε τόν πειρασμό ἦταν τέτοιος πού ἔκανε τήν σκληρόκαρδη καί διεστραμμένη αὐτή γυναίκα νά ἀνατριχιάσει. Μπροστά στά μάτια της ἄναψε φωτιά, μετά μάζεψε τά ἀναμμένα κάρβουνα καί ἄρχισε μέ τά γυμνά πόδια νά περπατᾶ ἐπάνω τους λέγοντας: «Μαρτινιανέ, φοβερή εἶναι αὐτή ἡ φωτιά, ἀλλά ἀκόμα φοβερότερη εἶναι ἡ φωτιά τῆς κολάσεως».” (Τά κείμενα τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ πού δημοσιεύονται σέ συνέχειες στήν ἱστοσελίδα μας εἶναι παρμένα ἀπό τό ὁμώνυμο βιβλίο τῶν ἐκδόσεων «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»)