«Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας Λόγοι καί Ὁμιλίες τόμος Β΄»
Ὁ ἅγιος Μαρτινιανός (β)
“Ἡ Ζωή τρόμαξε ὅταν τό εἶδε, ἔπεσε στά πόδια τοῦ ὁσίου ζητώντας συγγνώμη καί παρακαλώντας νά τῆς διδάξει τήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Ὁ ἅγιος τήν ἔστειλε σ’ ἕνα ἀπό τά γυναικεῖα μοναστήρια, ὅπου ἡ Ζωή πέρασε τά δώδεκα ἑπόμενα χρόνια μέ πολύ αὐστηρή νηστεία καί προσευχή. Ὁ Κύριος δέχθηκε τήν μετάνοιά της καί ἀπό μία διεφθαρμένη γυναίκα πού ἦταν ἡ Ζωή, ἔγινε ὁσία τοῦ Θεοῦ. Τήν μνήμη της ἑορτάσαμε πρίν λίγες μέρες.
Ὁ ὁσιος Μαρτινιανός καί ἄλλη μιά φορά εἶχε μεγάλη δοκιμασία ἀπό τήν ὁποία πάλι βγῆκε νικητής. Γιά νά ἀποφύγει τήν δόξα τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπαινοῦσαν γιά τήν ἀσκητική του ζωή, ὁ ἅγιος ἄφησε τό κελλί του καί πῆγε σ’ ἕνα ἔρημο νησί τῆς Μεσογείου γιά νά συνεχίσει ἐκεῖ τήν ἄσκησή του. Ζοῦσε ἐκεῖ μόνος του, τρώγοντας ψωμί πού τοῦ ἔφερνε ἀπό καιρό σέ καιρό ἕνας ψαράς. Μιά φορά ἔπεσε μεγάλη φουρτούνα καί ἕνα καράβι πού περνοῦσε τότε κοντά στό νησί τοῦ ὁσίου ναυάγησε. Κανένας δέν σώθηκε, ὅλοι πνίγηκαν στά κύματα τῆς θάλασσας, ὅλοι ἐκτός ἀπό μία κοπέλα πού λεγόταν Φωτεινή.
Αὐτή σώθηκε μέ τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου πιασμένη ἀπό ἕνα σανίδι, ἀπομεινάρι τοῦ πλοίου, τό ὁποῖο μετά ἡ θάλασσα ξέβρασε στήν ἀκτή. Ὁ ὁσιος Μαρτινιανός τρόμαξε μόλις τήν εἶδε καί τῆς εἶπε: «Εἶναι ἀδύνατον νά ζοῦμε ἐδῶ οἱ δύο μας μαζί. Μεῖνε ἐσύ καί ἐγώ θά φύγω». Ἄφησε στήν Φωτεινή ὅλο τό ψωμί του, τήν ἀποχαιρέτησε καί ρίχτηκε στά κύματα προτιμώντας νά πνιγεῖ στή θάλασσα παρά νά πέσει σέ σαρκική ἁμαρτία.
Ὁ Κύριος δέν ἄφησε τόν ἐκλεκτό του· τόν σήκωσε στή ράχη του ἕνα δελφίνι καί τόν ἔφερε στήν στεριά. Ἡ Φωτεινή ἔμεινε μόνη της στό νησί καί τό ψωμί τῆς τό ἔφερνε ὁ ἴδιος ψαράς.
Μετά ἀπ’ αὐτό τό περιστατικό ὁ ἅγιος Μαρτινιανός ἔζησε πολλά χρόνια μέ προσευχή καί νηστεία καί κοιμήθηκε ἐν εἰρήνῃ. Καί ἀργότερα ἀνακηρύχθηκε ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωή του εἶναι ἕνα λαμπρό παράδειγμα πῶς οἱ ἅγιοι, πραγματικοί γίγαντες τοῦ πνεύματος, καταπολεμοῦσαν τά βδελυρά σαρκικά πάθη.
Ὁ λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅταν μπαίνει βαθιά μέσα στήν καθαρή καρδιά, ἀνάβει στόν ἄνθρωπο τέτοιο ζῆλο καί τόν κάνει νά πολεμᾶ τά πάθη μέ τέτοια δύναμη πού ὁ ἀγώνας του στούς ἄλλους ἀνθρώπους φαίνεται ὑπερφυσικός. Αὐτό διδασκόμαστε ἀπό τό βίο τοῦ ἁγίου Μαρτινιανου. Ἄς ἔχουμε πάντα μπροστά μας τό λαμπρό αὐτό παράδειγμα. Ὑπῆρχαν, λοιπόν, οἱ ἄνθρωποι πού γιά νά μήν πέσουν στήν σαρκική ἁμαρτία περπατοῦσαν πάνω στά ἀναμμένα κάρβουνα καί ρίχνονταν στήν θάλασσα. Αὐτό καί ἐμᾶς μᾶς δίνει τήν δύναμη μέ ὅλη τήν καρδιά νά πολεμᾶμε τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας γιά τίς ὁποῖες μιλάει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρώτη πρός Κορινθίους ἐπιστολή του. Καί αὐτό γιατί τά πάθη καί οἱ ἐπιθυμίες τῆς σάρκας μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό τόν Θεό.
Τό σαρκικό πάθος ἄν δέν τό πολεμᾶμε μᾶς παραδίδει στά χέρια τῶν δαιμόνων. Ὅταν ἡ ψυχή μας θά ἀποχωριστεῖ ἀπό τό σῶμα, ὅλοι μας θά περάσουμε τά φοβερά τελώνια ὅπου οἱ δαίμονες θά προσπαθήσουν νά κερδίσουν τίς ψυχές μας. Ἄς μήν τό ξεχνᾶμε, καί νά φοβόμαστε νά ἀκολουθοῦμε τίς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας. Νά τίς πολεμᾶμε μέ ὅλη τή δύναμη, ζητώντας πάντα βοήθεια ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἀμήν.” (Τά κείμενα τοῦ Ἁγίου Λουκᾶ πού δημοσιεύονται σέ συνέχειες στήν ἱστοσελίδα μας εἶναι παρμένα ἀπό τό ὁμώνυμο βιβλίο τῶν ἐκδόσεων «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»)