ΟΛΑ ΤΑ ΠΛΟΥΤΗ ΔΙΚΑ ΜΟΥ…

ΟΛΑ ΤΑ ΠΛΟΥΤΗ ΔΙΚΑ ΜΟΥ…

 

1. ΜΑΣ ΑΡΡΩΣΤΑΙΝΟΥΝ

Ὁ πλού­σιος τῆς πα­ρα­βο­λῆς δέν
μπο­ροῦ­σε νά βρῇ τήν ἡ­ρε­μί­α του, εἶ­χε χά­σει τόν ὕ­πνο του. Δι­ό­τι ἐ­κεί­νη
τήν χρο­νιά τά κτή­μα­τά του ἀ­πέ­δω­σαν πά­ρα πολ­λά ἀ­γα­θά. Κι αὐ­τός ἤ­θε­λε
νά τά κρα­τή­σῃ ὅ­λα δι­κά του, νά μή χά­σῃ ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τε. Κι ἐ­πει­δή δέν
ἤ­ξε­ρε πῶς νά τό ἐ­πι­τύ­χῃ αὐ­τό, βα­σα­νι­ζό­ταν καί ὑ­πέ­φε­ρε. Ἀν­τί νά εὐ­χα­ρι­στή­σῃ
τόν Θε­ό γι­ά τήν εὐ­φο­ρί­α τῆς γῆς καί γιά τήν δυ­να­τό­τη­τα πού τοῦ ἔ­δω­σε
νά βο­η­θή­σῃ τούς πει­να­σμέ­νους, αὐ­τός βυ­θί­ζε­ται σέ βα­σα­νι­στι­κές σκέ­ψεις.
«Τί ποι­ή­σω;» Πῶς θά τά κρα­τή­σω ὅ­λα δι­κά μου; Τί κέρ­δι­σε ὁ πλού­σιος; Γέ­μι­σε
ἄγ­χος καί ἀ­γω­νί­α.

Τί κερ­δί­ζου­με λοι­πόν οἱ ἄν­θρω­ποι
ὅ­ταν θέ­λου­με μέ ἀρ­ρω­στη­μέ­νη πλε­ο­νε­ξί­α νά αὐ­ξά­νου­με κα­θη­με­ρι­νά
τά πε­ρι­ου­σια­κά μας ἀ­γα­θά καί νά τά κρα­τή­σου­με ὅ­λα γιά τόν ἑ­αυ­τό μας;
Καί χρή­μα­τα καί σπί­τια, αὐ­το­κί­νη­τα, ἀ­νέ­σεις, κα­τα­θέ­σεις; Ὅ­σο πε­ρισ­σό­τε­ρα
ἀ­πο­κτοῦ­με, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρα θέ­λου­με. Καί βυ­θι­ζό­μα­στε σέ συλ­λο­γι­σμούς
καί ἀ­νη­συ­χί­ες. Τί κερ­δί­ζου­με; Τό μό­νο πού ἀ­πο­κο­μί­ζου­με σί­γου­ρα
εἶ­ναι τό ἄγ­χος, καί ἡ ἀ­γω­νί­α, ἀ­νή­συ­χες καί βα­σα­νι­στι­κές φρον­τί­δες.

2.
ΔΕΝ ΔΙΝΟΥΝ ΕΥΤΥΧΙΑ

Ὁ πλού­σιος ἀ­γω­νι­οῦ­σε πῶς
θά δι­α­τη­ρή­σῃ τά ἀ­γα­θά του. Καί βρῆ­κε τή λύ­σι: νά οἰ­κο­δο­μή­σῃ με­γα­λύ­τε­ρες
ἀ­πο­θῆ­κες, νά χω­ροῦν πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­γα­θά, γιά νά τά ἀ­πο­λαμ­βά­νῃ ὅ­λα
μό­νος του. Κι ἔ­τσι πί­στευ­ε ὅ­τι θά εὐ­τυ­χοῦ­σε, θά ἀ­να­παυ­ό­ταν καί θά εὐ­φραι­νό­ταν,
θά χόρ­ται­νε ἡ ψυ­χή του, θά ἔ­βρι­σκε αὐ­τό πού πο­θοῦ­σε.

Θά ἦ­ταν ὅ­μως ὁ πλού­σιος πράγ­μα­τι
ἔ­τσι εὐ­τυ­χι­σμέ­νος; Πῶς θά εὐ­τυ­χοῦ­σε ὅ­ταν θά ἔ­βλε­πε τό­σους ἀν­θρώ­πους
γύ­ρω του νά πει­νοῦν καί νά δυ­στυ­χοῦν; Πῶς θά εὐ­τυ­χοῦ­σε ἐ­άν καί τίς ἑ­πό­με­νες
χρο­νι­ές εὐ­φο­ρή­σῃ ἡ χώ­ρα; Τί θά ἔ­κα­νε; Θά γκρέ­μι­ζε καί πά­λι τίς ἀ­πο­θῆ­κες
του, πού μό­λις εἶ­χε κτί­σει, καί θά τίς ξα­νά­κτι­ζε γιά δεύ­τε­ρη φο­ρά; Καί
πό­σες ἀ­πο­θῆ­κες θά ἔ­κτι­ζε; Μί­α, δύ­ο, τρεῖς, ἑ­κα­τό; Καί θά γί­νον­ταν
εὐ­τυ­χι­σμέ­νος; Πό­σο φό­βο θά εἶ­χε μή­πως λη­στές τίς πυρ­πο­λή­σουν, ἤ τίς
λε­η­λα­τή­σουν; Ἐ­νῶ ἐ­άν μοί­ρα­ζε με­ρι­κά ἀ­γα­θά του στούς πτω­χούς, πό­σο
εὐ­τυ­χι­σμέ­νος θά ἦ­ταν!

Πό­σο δυ­στυ­χι­σμέ­νοι λοι­πόν
γι­νό­μα­στε κι ἐ­μεῖς ὅ­ταν στη­ρί­ζου­με τήν εὐ­τυ­χί­α μας στά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά.
Δέν σκε­πτό­μα­σε τό πιό ἁ­πλό καί λο­γι­κό: Τί νά τά κά­νου­με ὅ­λα τά πλού­τη,
ἐ­άν μᾶς ἐ­πι­σκε­φθῇ μί­α ἀ­νί­α­τος ἀ­σθέ­νεια, ἐ­άν στό κρεβ­βά­τι τοῦ πό­νου
ὑ­πο­φέ­ρου­με φρι­κτά; ἤ ἐ­άν ἔ­χου­με σο­βα­ρά οἰ­κο­γε­νεια­κά προ­βλή­μα­τα;
Τί νά τά κά­νου­με τά πλού­τη, ἐ­άν ἔ­χου­με τα­ραγ­μέ­νη συ­νεί­δη­σι, πού δέν
μᾶς ἀ­φή­νῃ νά ἡ­συ­χά­σου­με; Τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά λοι­πόν δέν μᾶς κά­νουν εὐ­τυ­χι­σμέ­νους.
Δέν χορ­ταί­νουν τήν ψυ­χή μας, ἀλ­λά ἀ­γα­θά πο­θεῖ ἡ ψυ­χή!

3.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΜΑΣ

Ὁ πλού­σιος τῆς πα­ρα­βο­λῆς κά­νει
ἕ­να τρα­γι­κό λά­θος. Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει πολ­λές φο­ρές τήν κτη­τι­κή ἀν­τω­νυ­μί­α
«μου». Λέ­γει: «τούς καρ­πούς μου, τίς ἀ­πο­θῆ­κες μου, τά γε­νή­μα­τά μου, τά ἀ­γα­θά
μου, τῇ ψυ­χῇ μου». Μι­λά­ει γιά ὅ­λα αὐ­τά σάν νά εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κῶς καί
μό­νο δι­κά του, λη­σμο­νῶν­τας ὅ­τι ἡ εὐ­λο­γί­α τοῦ Θε­οῦ τοῦ τά χά­ρι­σε ὅ­λα.
Τοῦ Θε­οῦ ἦ­ταν. Αὐ­τός ἦ­ταν ἁ­πλός δι­α­χει­ρι­στής καί νό­μι­ζε ὁ τα­λαί­πω­ρος
πώς ἦ­ταν ἰ­δι­ο­κτή­της. Τά ἀ­γα­θά ὅ­μως ὅ­λα αὐ­τά σέ λί­γο δέν θά ἦ­ταν δι­κά
του δι­ό­τι δέν σκε­πτό­ταν ὁ ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τος ὅ­τι κά­ποι­α νύ­κτα, τήν ἴ­δια
νύ­κτα, ὅ­σα θη­σαύ­ρι­σε θά τά χά­σῃ ὅ­λα, ἄλ­λοι θά τά πά­ρουν. Κι αὐ­τός δέν
θά θά ξέ­ρῃ σέ ποι­όν θά ἀ­νή­κουν πλέ­ον, σέ κλη­ρο­νό­μο ἤ σέ ξέ­νο, σέ φί­λο
ἤ ἐ­χθρό. Θά τά ἔ­χα­νε ὁ ἄ­μυα­λος ὅ­λα ἐ­κεῖ­να, πού ­μέ πο­λύ μό­χθο καί ἀ­γω­νί­α
συγ­κέν­τρω­σε.

Αὐ­τό ἀ­κρι­βῶς τό τρα­γι­κό λά­θος
κά­νου­με πολ­λοί ἄν­θρω­ποι. Μέ ἀρ­ρω­στη­μέ­νη πλε­ο­νε­ξί­α προ­σκολ­λού­μα­στε
στά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά καί ξε­χνοῦ­με ὅ­τι ὅ­σα κι ἄν ἔ­χου­με δέν εἶ­ναι δι­κά μας,
κά­πο­τε θά τά χά­σου­με ὅ­λα, δι­ό­τι εἴ­μα­στε δι­α­χει­ρι­στές τους καί ὄ­χι
ἰ­δι­ο­κτῆ­τες τους. Μή ζοῦ­με λοι­πόν μέ ψευ­δαι­σθή­σεις. Ὅ­λα τά ὑ­λι­κά ἔ­χουν
ἡ­με­ρο­μη­νί­α λή­ξε­ως. Καί κά­πο­τε τό­σο κον­τι­νή!

4.
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΣ ΝΥΚΤΑ

Ξέ­χα­σε λοι­πόν ὁ πλού­σιος τό
ση­μαν­τι­κό­τε­ρο, ὅ­τι μί­α νύ­κτα, τήν ἴ­δια νύ­κτα θά φύ­γῃ ἀ­πό τήν ζω­ή
αὐ­τή. Τά ἔ­τη τά πολ­λά δέν θά ἐρ­χό­ταν πο­τέ. Δέν ἔ­με­ναν πα­ρά λί­γες ὧ­ρες.
Τήν ἴ­δια νύ­κτα δαί­μο­νες φο­βε­ροί καί ἀ­πο­τρό­παι­οι ἀ­παι­τοῦ­σαν νά πά­ρουν
τήν ἄ­θλια ψυ­χή του. Ποι­ά νύ­κτα; Τή νύ­κτα ἐ­κεί­νη πού ὀ­νει­ρευ­ό­ταν ὡς νύ­κτα
τῆς εὐ­τυ­χί­ας του, τήν νύ­κτα πού νό­μι­ζε ὅ­τι θά τε­λεί­ω­νε ἡ ἀ­γω­νί­α του
καί θά κοι­μό­ταν πλέ­ον ἥ­συ­χος, αὐ­τή ἡ νύ­κτα γί­νε­ται νύ­κτα ἀ­γω­νί­ας και
τρό­μου.

Πῶς θά εἶ­ναι ἇ­ρα­γε ἡ δι­κή μας
τε­λευ­ταί­α νύ­κτα στη γῆ; Νύ­κτα ἀ­γω­νί­ας ἤ νύ­κτα χα­ρᾶς. Θά μᾶς ὑ­πο­δε­χθοῦν
ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ, ἤ θά ἀ­παι­τοῦν τήν ψυ­χή μας οἱ φο­βε­ροί δαί­μο­νες; Πό­σο
σκε­πτό­μα­στε αὐ­τήν τήν τε­λευ­ταί­α μας νύ­κτα, καί πό­σο ἑ­τοι­μα­ζό­μα­στε
γι’ αὐ­τήν;

Ἄς ξυ­πνή­σου­με λοι­πόν. Συ­νει­δη­το­ποι­ῶν­τας
ὅ­τι τά πραγ­μα­τι­κά ἀ­γα­θά δέν βρί­σκον­ται στήν γῆ ἀλ­λά στόν οὐ­ρα­νό. Ἀ­γα­θά
πού δέν ἔ­χουν χά­νον­ται, πού δια­ρκοῦν ὄ­χι ἁ­πλῶς «εἰς ἔ­τη πολ­λά», ἀλ­λά «εἰς
τούς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων». Ἄς γε­μί­ζου­με λοι­πόν τίς ἀ­πο­θῆ­κες μας μέ οὐ­ρά­νιους
θη­σαυ­ρούς, μέ ἔρ­γα ἀ­γά­πης καί φι­λαν­θρω­πί­ας· γιά νά γί­νῃ ἡ τε­λευ­ταί­α
μας νύ­κτα, τό γλυ­κο­χά­ρα­μα μιᾶς νέ­ας ἡ­μέ­ρας, τῆς πα­νευ­φρό­συ­νης ἡ­μέ­ρας
τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.