ΣΥΜΒΑΣΙΛΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΡΟΝΟΙ ΧΡΙΣΤΟΥ

1. ΜΑΣ ΑΝΕΣΤΗΣΕ ΣΕ ΝΕΑ ΖΩΗ

Μέ­σα
σέ λί­γες γραμ­μές ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τό μέ­γα μυ­στή­ριο
τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρός τόν ἄν­θρω­πο, τίς δι­α­δο­χι­κές ἐ­νέρ­γει­ές του γιά
τή σω­τη­ρί­α μας πού ἐκ­φρά­ζον­ται ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά μέ τίς τρεῖς λέ­ξεις «συ­νε­ζω­ο­ποί­η­σε,
συ­νή­γει­ρε, συ­νε­κά­θι­σε». Ὁ Θε­ός πού εἶ­ναι πλού­σιος σέ ἔ­λε­ος, λέ­ει, μᾶς
ἀ­γά­πη­σε τό­σο πο­λύ ὥ­στε ἐ­νῷ ἐ­μεῖς εἴ­μα­σταν πνευ­μα­τι­κά νε­κροί ἐ­ξαι­τί­ας
τῶν ἁμαρτιῶν μας, μᾶς ζω­ο­ποί­η­σε πνευ­μα­τι­κῶς καί μᾶς ἀ­νέ­στη­σε μα­ζί μέ
τόν Χρι­στό.

Μέσα
σέ λίγες λέξεις λοιπόν πε­ρι­γρά­φε­ται ἡ θα­να­τη­φό­ρος πο­ρεί­α τοῦ ἀν­θρω­πί­νου
γέ­νους με­τά τήν πτώ­ση τῶν πρω­το­πλά­στων καί ἡ ζω­ο­ποι­ός πα­ρέμ­βα­ση τοῦ
Θε­οῦ πού ἔ­γι­νε ἄν­θρω­πος γιά νά δώ­σει ζω­ή στόν ἑ­τοι­μο­θά­να­το ἄν­θρω­πο
καί νά τόν ἀ­να­στή­σει μέ τήν δύ­να­μη τῆς δι­κῆς του ἀ­να­στά­σε­ως. Διότι ὅ­λοι
οἱ ἄν­θρω­ποι ὡς τέ­κνα τῆς ἀ­πο­στα­σί­ας εἴχαμε πεθάνει πνευ­μα­τι­κῶς μα­κρυ­ά
ἀ­πό τόν Θε­ό καί τήν χά­ρη του. Ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­χε πα­ρα­λύ­σει τά πνευ­μα­τι­κά
μας αἰ­σθη­τή­ρια, εἶ­χε κά­νει τίς ψυ­χές τῶν ἀν­θρώ­πων ἀ­ναί­σθη­τες γιά κά­θε­τι
κα­λό καί εἶ­χε ἀ­φαι­ρέ­σει ἀ­πό αὐ­τές τήν αἴ­σθη­ση τοῦ οὐ­ρά­νιου καί πνευ­μα­τι­κοῦ
κό­σμου. Ὡς νε­κροί ὅ­λοι οἱ ἄν­θρω­ποι δέν μπο­ρού­σα­με νά κά­νου­με ἀ­πο­λύ­τως
τί­πο­τε ἀπό μό­νοι μας.

Καί
ὁ Θε­ός δέν μᾶς ἐγ­κα­τέ­λει­ψε ὡς ἀ­πο­στά­τες καί ὡς ἁ­μαρ­τω­λούς. Ἀλλά ἐ­πει­δή
ἀ­κρι­βῶς μᾶς ἀ­γά­πη­σε, ἔ­­­δει­­ξε τό πλού­σιο ἔ­λε­ός του σέ μᾶς. Ἔστειλε
στήν γῆ τόν μονογενῆ του υἱό κι ἔτσι μέ τόν δι­κό του θά­να­το καί τή δι­κή του
ἀ­νά­στα­ση μᾶς συνεζωοποίησε καί μᾶς συ­να­νέ­στη­σε, δη­λα­δή μᾶς ἔ­δω­σε τήν
δυ­να­τό­τη­τα νά ἀ­να­στη­θοῦ­με καί νά ζήσουμε πνευ­μα­τι­κῶς. Πέθανε ὁ
Χριστός μας γιά νά ζήσουμε ὅλοι ἐμεῖς.

Τώρα
πλέον ὅσοι εἴ­μα­στε ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν ἀ­να­στη­μέ­νο Κύ­ριο, σω­θή­κα­με ἀ­πό
τόν θά­να­το τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καί ἀ­να­γεν­νη­θή­κα­με σέ μιά οὐ­ρά­νια πνευ­μα­τι­κή
ζω­ή. Ἡ λύ­τρω­ση καί σω­τη­ρί­α μας εἶ­ναι ἤ­δη γε­γο­νός. Ἡ θεί­α χά­ρις ζω­ο­ποί­η­σε
τίς νε­κρω­μέ­νες πνευ­μα­τι­κές μας αἰ­σθή­σεις. Τώ­ρα πλέ­ον ἡ ζω­ή μας εἶ­ναι
νέ­α ζω­ή, καί προ­­έρ­χε­ται ἀ­πό τήν ἕ­νω­σή μας μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό. Ἐ­φό­σον
ὁ Χρι­στός ζεῖ, κι ἐ­μεῖς οἱ πι­στοί μπο­ροῦ­με νά ζή­σου­με. Μᾶς τό εἶ­πε αὐ­τό
ἄλλωστε ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος «ὅ­τι
ἐ­γὼ ζῶ καὶ ὑ­μεῖς ζή­σε­σθε». Ἐφόσον ὁ Χριστός δέν παρέμεινε στόν τάφο, ἀλλά
ἀναστήθηκε, μπο­ροῦ­με κι ἐμεῖς νά ἀ­να­­στηθοῦμε πνευματικῶς, νά ζή­σου­με μιά
ἄλ­λη οὐ­ρά­νια βι­ο­τή.

Γιά
νά γίνει ὅμως αὐτό θά πρέπει ἀξιοποιήσουμε καί νά κάνουμε κτῆμα μας τήν
δυνατότητα τῆς νέας ἐν Χριστῷ ζωῆς. Νά τήν πο­θήσουμε, νά τήν ἀγαπήσουμε, νά
τήν ζήσουμε· ἔχοντας
ἀταλάντευτη τήν ἀ­πό­φα­ση νά τήν ζήσουμε ὅ­πως ὁ Θε­ός θέ­λει. Δι­ό­τι
ὁ Χρι­στός μᾶς ἀ­νέ­στη­σε πνευ­μα­τι­κῶς ὄ­χι γιά νά ἁ­μαρ­τά­νου­με καί νά
ζοῦμε μέσα στή θανατηφόρο κυρι­αρ­χία τῆς ἁμαρτίας ἀλ­­λά γιά νά ζοῦ­με μιά νέα
ζωή, μέ­­σα στό φῶς καί τήν χά­ρη του.

2.
ΜΑΣ ΕΝΘΡΟΝΙΣΕ ΣΤΟΝ ΘΕΙΚΟ ΘΡΟΝΟ

Ὅ­μως
ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος προ­χω­ρεῖ γιά νά μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­ψει ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο
τό σχέ­διο τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Χρι­στοῦ μας. Μᾶς λέ­ει ὅ­τι ἐ­φό­σον ὁ θεάνθρωπος
Κύριος πού εἶ­ναι ἡ κε­φα­λή μας μέ τήν Ἀ­νά­λη­ψή του κά­θι­σε στόν θρό­νο τοῦ
Θε­οῦ καί ὡς ἄνθρωπος, μᾶς ἔ­δω­σε τήν δυ­να­τό­τη­τα νά κα­θί­σου­με κι ἐμεῖς μα­ζί
του στόν ἐ­που­ρά­νιο θρόνο. Νά γί­νου­με σύν­θρο­νοι Θε­οῦ. Νά κα­θί­σου­με στόν
θε­ϊ­κό θρό­νο ὡς κα­τά χά­ριν θε­οί.

Τί μπο­ροῦ­με
βέ­βαι­α νά κα­τα­νο­ή­σου­με ἀ­πό τό αὐ­τό τό φο­βε­ρό με­γα­λεῖ­ο τό ὁ­ποῖ­ο μᾶς
ἐ­πι­φυ­λάσ­σει ὁ Κύ­ριος καί Θε­ός μας. Τώ­ρα δέν μποροῦμε οὔτε κάν νά τό
φαντασθοῦμε. Τό ἐλ­πί­ζου­με βέβαια, τό πε­ρι­μέ­νου­με, τό προσ­δο­κοῦ­με. Τό βλέ­που­με
αἰ­νιγ­μα­τι­κῶς σάν μέ­σα ἀ­πό κα­θρέ­πτη. «Διά πί­στε­ως πε­ρι­πα­τοῦ­μεν, οὐ
διά εἴ­δους». Στήν ἄλ­λη ζω­ή ὅμως θά γνω­ρί­σου­με πλήρως καί θά ἐ­κτι­μή­σου­με
τό ἄ­πει­ρο ἔ­λε­ος καί τήν ἀ­νε­ξι­χνί­α­στη ἀ­γά­πη τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἐ­κεῖ ὅ­που
δέν θά εἴ­μα­στε μό­νον δοῦ­λοι τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀλ­λά θά ἔ­χου­με συ­να­νυ­ψω­θεῖ
γιά νά συμ­βα­σι­λεύ­σου­με μα­ζί του. Θά κα­θό­μα­στε μα­ζί του στό θρό­νο του.
Θά ἀ­τε­νί­ζου­με μαζί μέ ὅλους τούς ἁγίους τόν βα­σι­λέ­α μας πρό­σω­πον πρός πρό­σω­πον,
καί θά συμ­βα­σι­λεύ­ουμε μαζί του.

Πό­σο
μεγάλο καί ἀπροσμέτρητο εἶ­ναι τό μέ­γε­θος τῆς ἀ­γά­πης καί τοῦ πλού­του τοῦ Κυ­ρί­ου.
Πό­σο ψη­λά θέ­λει νά μᾶς ἀ­νε­βά­σει Αὐτός πού τό­σο πο­λύ­ μᾶς ἀ­γά­πη­σε!  

Γιά
νά γί­νου­με ὅ­μως ὅ­λα αὐ­τά­ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στόν­ κα­θέ­να μας θά πρέ­πει
κι ἐ­μεῖς νά ἔ­χου­με κά­ποι­ες προ­ϋ­πο­θέ­σεις. Νά εἴ­μα­στε δηλαδή, ἀ­πό αὐ­τή
τήν ζω­ή ἑ­νω­μέ­νοι μέ τόν Κύ­ριο. Νά ζοῦ­με μέ­σα στήν χά­ρη του, καί νά πο­λι­τευ­ό­μα­στε
ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος θέ­λει. Μέ τήν δική του δύναμη νά πε­ρι­φρο­νοῦ­με κα­θη­με­ρι­νά
τήν ἁ­μαρ­τω­λή μα­ται­ό­τη­τα τοῦ κό­σμου κά­ι νά ἔ­χου­με στραμ­μέ­να τά μά­τια
μας καί τήν καρ­διά μας στούς οὐ­ρα­νούς. Νά πε­τοῦ­με πά­νω ἀ­πό τόν αἰ­σθη­τό
κό­σμο καί νά ἀ­να­στρε­φό­μα­στε ἀ­πό αὐ­τήν τήν ζω­ή μέ τόν οὐ­ρά­νιο. Ἄ­νω
σχῶ­μεν τάς καρ­δί­ας. Ζῶν­τας μέ τήν στα­θε­ρή προσ­δο­κί­α τοῦ οὐρανοῦ καί πο­θῶν­τας
ὅ­σο τό δυ­να­τόν συν­το­μό­τε­ρα νά εἰ­σέλ­θου­με σ’­αὐ­τόν.