1. Η ΤΗΡΗΣΙ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ
Ὁ πλούσιος νέος εἶχε μεγάλες άναζητήσεις.
Πίστευε στήν αἰώνιο ζωή καί ἤθελε νά τήν κερδίσῃ. Καί πλησιάζει τόν
Ἰησοῦ Χριστό, Αύτόν πού μιλοῦσε μέ τόση σοφία καί δύναμι. Περίμενε
μέ ἐνδιαφέρον νά ἀκούσῃ κάτι ἄγνωστο κι ἐντυπωσιακό. Ὅμως ὁ Κύριος
δέν τοῦ λέγει κάτι τέτοιο, ἀλλά τοῦ ζητεῖ τό πλέον ἁπλό καί γνωστό
πρᾶγμα, τήν τήρησι τῶν ἐντολῶν τοῦ θείου Νόμου. Γι’αὐτό καί ὁ νέος
ἐκφράζει τήν ἔκπληξί του. Δέν τόν ἱκανοποίησε ἡ ἀπάντησι τοῦ Κυρίου.
Εἶναι σάν νά λέγῃ: Περίμενα ν’ἀκούσω κάτι τό ἰδιαίτερο, τό ἀνώτερο,
τό καινούργιο, καί μοῦ ὑπενθυμίζεις, Κύριε, τά καθήκοντα τοῦ Νόμου,
τά ὁποῖα σέ ὅλη μου τήν ζωή ἐφύλαξα; Ἡ ἀπάντησι αὐτή εἶναι εἰλικρινής
βέβαια, φανερώνει ὅμως καί τήν μεγάλη ἔλλειψι αὐτογνωσίας τοῦ νέου
αὐτοῦ. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος αὐτός γνώριζε πραγματικά ποιός ἦταν, ἐάν γνώριζε
τό βάθος τοῦ θείου νόμου, ἐάν εἶχε ζήσῃ γιά κάποιο διάστημα ὡς μαθητης
τοῦ Χριστοῦ μας, θά ἔλεγε τά ἀκριβῶς ἀντίθετα. Θά ἔλεγε: ὅλα αὐτά
τά παρέβηκα μέ λόγια κά ἔργα καί μέ τή σκέψι μου ἀπό τήν μικρή μου ἡλικία.
Τή νοοτροπία αὐτοῦ τοῦ νέου
δυστυχῶς παρουσιάζουμε καί σήμερα κάποιοι χριστιανοί. Τρέχουμε
στήν ἐκκλησία, διψοῦμε γιά λόγο Θεοῦ, ἀλλά μένουμε ἀνικανοποίητοι
ὅταν ἀκοῦμε γνωστές ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ποθοῦμε νά ἀκοῦμε διαρκῶς ὅλο
καί νέα πράγματα. Αὐτό τό ἐνδιαφέρον μας βέβαια πού μπορεῖ νά ἔχῃ
καί εἰλικρινῆ καί πνευματικά κίνητρα, ἴσως κάποιες φορές ὑποκρύπτῃ τό
πρόβλημα τοῦ πλούσιου νεανίσκου· νά θέλουμε δηλαδή νά κερδίσουμε ἄκοπα
καί εὔκολα τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ χωρίς νά τηροῦμε κάποιες ἐντολές
τοῦ Θεοῦ πού μᾶς κοστίζουν ἤ μᾶς φαίνονται δύσκολες. Δέν πρέπει λοιπόν
νά ἐξαπατοῦμε τόν ἑαυτό μας, νομίζοντας πῶς θά κερδίσουμε οὐρανό ἁπλῶς
καί μόνον ἐπειδή ἔχουμε ὑψηλές ἀναζητήσεις καί συμμετέχουμε σέ πολλές ἐκκλησιαστικές
ἀκολουθίες. Ὁ Χριστός μᾶς ζητεῖ ὡς προϋπόθεσι τῆς πνευματικῆς ζωῆς, νά
ἀγωνιζώμαστε νά τηροῦμε τίς ἐντολές του, νά τίς σεβόμαστε ὅλες καί
ὄχι ἐπιλεκτικά κάποιες πού δέν μᾶς κοστίζουν. Αὐτό ἄλλωστε μᾶς τονίζει
ὁ Κύριος λέγοντας: «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται
εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου
τοῦ ἐν οὐρανοῖς».
2.
ΠΡΩΤΑ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ
Ὁ Κύριος θέτει ὡς προϋπόθεσι
στό νέο γιά νά γίνῃ μαθητής του κάτι πού τοῦ φαίνεται πάρα πολύ δύσκολο,
νά πουλήσῃ τά ὑπάρχοντά του. Γιατί ἇραγε τό κάνει αὐτό; Δέν ζητεῖ
βέβαια ἀπ’ ὅλους τούς πιστούς νά πουλήσουμε τά ὑπάρχοντά μας γιά νά γίνουμε
μαθηταί του. Ἀλλά θέλει νά μᾶς δείξῃ κάτι βαθύτερο: ὅτι δέν μποροῦμε νά
εἰσέλθουμε στήν αἰώνιο ζωή, ἐάν δέν ταυτίσουμε τό θέλημά μας μέ τό
θέλημα του, ἐάν δέν πάρουμε τήν ἀπόφασι νά τόν ἀκολουθοῦμε σ’ὅτι Ἐκεῖνος
μᾶς ζητεῖ. Ἐάν λοιπόν ἐπιθυμοῦμε πραγματικά τήν αἰώνιο ζωή, θά πρέπει
ν΄ ἀγαπήσουμε τόν Χριστό πάνω ἀπό κάθε τι, θυσιάζοντας τά πάντα γι’αὐτόν.
Νά ξεπεράσουμε κάθε μας προσκόλλησι στή ματαιότητα. Νά ἐγκαταλείψουμε
ὁ,τιδήποτε γίηνο χρειασθῇ προκειμένου ν’ ἀποκτήσουμε τόν οὐράνιο θησαυρό.
3.
ΠΟΣΟ ΑΔΥΝΑΤΑ ΕΙΝΑΙ;
Ὁ νέος μόλις ἄκουσε τά λόγια
τοῦ Κυρίου ὄχι ἁπλῶς στενοχωρέθηκε ἀλλά ἔγινε περίλυπος. Αὐτό ἀκριβῶς
ἀποκαλύπτει καί τήν ἐσωτερική κατάστασι τῆς ψυχῆς του. Ἀποδεικνύει
ὅτι ὁ νέος αὐτός πλησίασε τόν Κύριο μέ εἰλικρινῆ διάθεσι, ἐπιθυμοῦσε
πράγματι τήν αἰώνιο ζωή, ἀλλά εἶχε ἀνίσχυρη θέλησι, διότι ἦταν αἰχμαλωτισμένος
ἀπό τό πάθος τῆς πλεονεξίας. Ἐνῶ στήν ἀρχή φάνηκε πρόθυμος νά ἀκούσῃ
τίς ὁδηγίες τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ Χριστός τοῦ ἔθεσε τό δίλημμα, ἤ Χριστός
ἤ χρυσός, προτίμησε τά πλούτη του.
Ἡ ὅλη στάσι τοῦ πλούσιου νέου
ἔδωσε ἀφορμή στόν Κύριο νά διακηρύξῃ ὅτι εἶναι πολύ δυσκολο αὐτοί
πού ἔχουν πολλά χρήματα νά εἰσέλθουν στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Βέβαια
ὁ Κύριος δέν εἶπε ὅτι κάτι τέτοιο εἶναι ἀδύνατο, ἀλλά πολύ δύσκολο.
Τόσο δύσκολο ὥστε εἶναι εὐκολώτερο ἕνα χοντρό καραβόσχοινο νά περάσῃ
ἀπό τήν τρύπα μιᾶς βελόνας. Γιατί ὅμως ὁ Κύριος κάνει μιά τέτοια παρομοίωσι
πού δείχνει ὅτι τό πρᾶγμα εἶναι πάρα πολύ δύσκολο;
Διότι ὅσοι εἶναι προσκολλημένοι
στά χρήματα εἶναι ἀδύνατο ἀπό μόνοι τους ν’ἀποκολληθοῦν ἀπό αὐτά καί
νά σωθοῦν. Μόνον μέ θαῦμα μπορεῖ νά συμβῇ αὐτό. Μόνο ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ
νά μᾶς φωτίσῃ καταλάβουμε πόσο ψεύτικη εἶναι ἡ γοητεία πού ἀσκεῖ
ὁ πλοῦτος. Κι αὐτό συμβαίνει ὄχι μόνον στό θέμα τοῦ πλούτου ἀλλά σέ κάθε πάθος
πού ἔχουμε. Διότι ἡ πνευματική ζωή εἶναι ζωή ὑπερφυσική. Τό νά στραφῇ
ἡ καρδιά μας ἀπό τόν κόσμο τῆς ὕλης πρός τόν κόσμο τοῦ οὐρανοῦ, πρός τόν
Θεό καί τήν ἀγάπη του, ἀποτελεῖ θαῦμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Θαῦμα
πού ἀντιστρέφει τήν ροπή πού ἔχουμε πρός τά γίηνα καί μᾶς κάνει νά ποθοῦμε
τά οὐράνια καί αἰώνια. Γι’ αὐτό στό ἔργο τῆς σωτηρίας μας χρειάζεται ἡ
συνεργασία δύο πλευρῶν. Ἐμεῖς νά προσφέρουμε στόν Θεό τήν διάθεσί μας, καί
τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας θά τό ἐπιτελέσῃ ἡ χάρις του. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θά
κάνῃ τά ἀδύνατα δυνατά.