Ἀπόστολος: ἡμέρας, Τρ. κϛ΄ ἑβδ. ἐπιστ. (Α΄ Τιμ. α΄
8-14)·
8 Οἴδαμεν δὲ ὅτι καλὸς ὁ νόμος, ἐάν τις αὐτῷ νομίμως
χρῆται,
9 εἰδὼς τοῦτο, ὅτι δικαίῳ νόμος οὐ κεῖται, ἀνόμοις δὲ
καὶ ἀνυποτάκτοις, ἀσεβέσι καὶ ἁμαρτωλοῖς, ἀνοσίοις καὶ βεβήλοις, πατρολῴαις καὶ
μητρολῴαις, ἀνδροφόνοις,
10 πόρνοις, ἀρσενοκοίταις, ἀνδραποδισταῖς, ψεύσταις,
ἐπιόρκοις, καὶ εἴ τι ἕτερον τῇ ὑγιαινούσῃ διδασκαλίᾳ ἀντίκειται,
11 κατὰ τὸ εὐαγγέλιον τῆς δόξης τοῦ μακαρίου Θεοῦ, ὃ
ἐπιστεύθην ἐγώ.
12 Καὶ χάριν ἔχω τῷ ἐνδυναμώσαντί με Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ
Κυρίῳ ἡμῶν, ὅτι πιστόν με ἡγήσατο, θέμενος εἰς διακονίαν
13 τὸν πρότερον ὄντα βλάσφημον καὶ διώκτην καὶ ὑβριστήν·
ἀλλ’ ἠλεήθην, ὅτι ἀγνοῶν ἐποίησα ἐν ἀπιστίᾳ,
14 ὑπερεπλεόνασε δὲ ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν μετὰ
πίστεως καὶ ἀγάπης τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἑρμηνεία
Π.Ν. Τρεμπέλα
8 Κι ἐνῶ αὐτοί δέν καταλαβαίνουν, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί
ἀντίθετα γνωρίζουμε ὅτι ὁ νόμος εἶναι καλός, ἐάν τόν χρησιμοποιεῖ κανείς
σύμφωνα μέ τό σκοπό πού ἔχει. Κι ὁ σκοπός τοῦ νόμου εἶναι νά ὁδηγήσει τόν
ἄνθρωπο στό Χριστό.
9 Ἄς γνωρίζει λοιπόν αὐτό ὅποιος χρησιμοποιεῖ τό νόμο,
ὅτι δηλαδή ὁ νόμος δέν ὁρίστηκε οὔτε εἶναι ἀναγκαῖος γιά τόν δίκαιο. Διότι
αὐτός ἔχει ὁδηγό του τόν ἔμφυτο ἠθικό νόμο, πού φυσικά εἶναι γραμμένος στήν
καρδιά του. Ὁ νόμος ὁρίστηκε γιά τούς ἄνομους καί τούς ἀνυπότακτους, γιά τούς
ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλούς, γιά ἐκείνους πού δέν ἔχουν ἱερό καί ὅσιο καί βεβηλώνουν
τά πάντα, γιά ὅσους κακοποιοῦν καί σκοτώνουν τόν πατέρα τους καί τή μητέρα
τους, γιά τούς φονιάδες,
10 γιά τούς πόρνους, τούς ἀρσενοκοῖτες
(ὁμοφυλόφιλους), τούς δουλεμπόρους, τούς ψεῦτες, τούς ἐπιόρκους καί γενικότερα
γιά ἐκείνους πού εἶναι ἔνοχοι σέ κάθε τι πού ἀντιστρατεύεται στήν ἀληθινή
διδασκαλία. Ἡ διδασκαλία αὐτή εἶναι ἐλεύθερη ἀπό τήν ἀρρώστια καί τό θανατηφόρο
μίασμα τῆς αἱρέσεως καί τῆς πλάνης.
11 Καί τέτοια ἀληθινή διδασκαλία εἶναι μόνο αὐτή πού
συμφωνεῖ μέ τό Εὐαγγέλιο. Αὐτό τό Εὐαγγέλιο πού μοῦ τό ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός
ἀποτελεῖ δόξα τοῦ μακάριου Θεοῦ.
12 Καί εὐχαριστῶ τόν Ἰησοῦ Χριστό τόν Κύριό μας, ὁ
ὁποῖος μέ ἐνίσχυσε. Τόν εὐχαριστῶ, διότι μέ ἔκρινε ἄξιο τῆς ἐμπιστοσύνης του
καί μέ ἔθεσε στή διακονία τοῦ Εὐαγγελίου,
13 ἐμένα πού ἤμουν πρωτύτερα βλάσφημος καί διώκτης καί
ὑβριστής τῆς Ἐκκλησίας του. Ἀλλά μέ ἐλέησε ὁ Θεός, διότι ἀπό ἄγνοια τά ἔκανα
αὐτά, ὅταν ἤμουν ἀκόμη στήν ἀπιστία.
14 Καί μέ καταπλημμύρισε ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας, ἡ
ὁποία γέμισε τό ἐσωτερικό μου μ’ ἐκείνη τήν πίστη καί τήν ἀγάπη πού πηγάζουν
ἀπό τήν κοινωνία καί σχέση μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό.