Ο ΤΥΦΛΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ

(Λουκ. ιη΄ 35-43)

 

1. ΕΝΑΣ ΤΥΦΛΟΣ ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ

Ἕνας ἀξιολύπητος τυφλός περίμενε ὧρες πολλές καί σκοτεινές ἔξω ἀπό τήν πόλη τῆς Ἱεριχοῦς στό δρόμο καί ζητιάνευε. Κάθε φορά πού ἄκουγε βήματα ἀνθρώπων κοντά του ἄνοιγε τό στόμα του καί ζητοῦσε ἐλεημοσύνη, λίγα χρήματα ἤ τρόφιμα, γιά νά ζήσῃ, νά μή πεθάνῃ. Σήμερα ὅμως καθώς ἄκουγε θόρυβο πολύ πλήθους ἀνθρώπων πού περνοῦσαν ἀπό ἐκεῖ, μέ ἀπορία μεγάλη ρωτᾶ τούς γύρω του τί συμβαίνει. Καί μόλις ἔμαθε ὅτι περνάει ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος μέ τή συνοδεία του, ὁ τυφλός ἄρχισε νά βγάζῃ μιά πρωτόγνωρη φωνή δυνατή, τελείως διαφορετική ἀπό ὅλες τίς ἄλλες παρακλήσεις ἐλεημοσύνης: Ἰησοῦ, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. Κι ἐνῶ πολλοί τόν ἐπέπλητταν καί τόν ἀνάγκαζαν νά σιωπήσῃ νομίζοντας, ὅτι μέ τίς φωνές του ἐνοχλοῦσε τόν Διδάσκαλο, αὐτός πολύ περισσότερο ἐκραύγαζε: Υἱέ τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με.

Γιατί ὅμως ὁ τυφλός φώναζε τόσο πολύ; Μήπως ἐπειδή ἦταν μακριά ὁ Κύριος καί ἤθελε νά ἀκουστῇ ἡ φωνή του; Ἴσως καί γι’ αὐτό. Ὅλες ὅμως αὐτές οἱ ἀσταμάτητες κραυγές του ἀπεκάλυπταν ὅτι ὁ τυφλός ἐκείνη τήν ὥρα κάτι διαφορετικό αἰσθανόταν, ὁ τυφλός ἔβλεπε. Ἐκείνη τήν ὥρα ἄνοιξαν τά μάτια τῆς ψυχῆς του γιά νά δῇ ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς καί τί μποροῦσε νά περιμένῃ ἀπό αὐτόν. Γι’ αὐτό καί δέν ἐκραύγαζε γιά νά λάβῃ χρήματα, ἀλλά γιά νά λάβῃ ἔλεος. Ἴσως βέβαια νά εἶχε ἀκούσει γιά τίς ἀμέτρητες θεραπεῖες πού ἔκανε ὁ Κύριος, καθώς καί γιά τήν ἀνάστασι τοῦ Λαζάρου, πού εἶχε συντελεσθεῖ λίγο μακριά ἀπό τήν Ἱεριχώ. Ἐπιπλέον, ὅμως ἄν καί ἦταν τυφλός, εἶχε θρησκευτικές γνώσεις. Ἤξερε ἀπό τίς προφητεῖες ὅτι ὁ Μεσσίας θά προερχόταν ἀπ’τή γενιά τοῦ Δαβίδ. Γι’ αὐτό καί ὀνομάζει ἐπιμόνως τόν Κύριο υἱό τοῦ Δαβίδ, διότι ἀναγνωρίζει μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς του καί πιστεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ, πού περίμεναν γενεές γενεῶν. Ἀλλά καί ἡ κραυγή πού ἔβγαζε διαρκῶς «ἐλεησόν με» ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ τυφλός πίστευε ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος ἀλλά εἶχε θεϊκά γνωρίσματα. Γι’ αὐτό ἐνῶ τά πλήθη τοῦ ἔκλειναν τό στόμα γιά νά μήν ἐνοχλῇ τόν διδάσκαλο, αὐτός ὅλο καί περισσότερο ἐκραύγαζε μέ φωνή πολλή δυνατή καί πίστι ἀταλάντευτη πού ἔβγαινε μέσα ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του μέ συγκίνησι βαθειά. Διότι εἶχε μέσα του μία ἐσωτερική θερμή πίστι πού φλόγιζε τήν ψυχή του καί κινοῦσε ὅλο τό ἐσωτερικό του. Ἡ φωνή λοιπόν τοῦ τυφλοῦ πού ἔβγαινε ἀπό μιά ψυχή πού πίστευε πολύ, σταμάτησε τόν Κύριο.

Μιά τέτοια πίστι μᾶς διδάσκει ὁ τυφλός τῆς Ἱεριχοῦς νά ἔχουμε κι ἐμεῖς. Νά βλέπουμε τά ἀόρατα, τά πνευματικά, τά θεῖα καί ἀπρόσιτα μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας. Ἀκόμη κι ὅταν ὅλα γύρω μας μᾶς φαίνονται τόσο σκοτεινά καί ἀπελπιδα, ἐμεῖς νά πιστεύουμε στήν θεία παντοδυναμία τοῦ Κυρίου μας. Καί νά κραυγάζουμε μέ πίστι μέσα ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς μας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

2. ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ;

Ὁ Ἰησοῦς μετά ἀπό τίς ἐπίμονες καί ἀσταμάτητες κραυγές πίστεως τοῦ τυφλοῦ, διέκοψε τήν πορεία του καί διέταξε νά τόν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν ἐκεῖνος πλησίασε, τόν ρώτησε «τί θέλεις νά σοῦ κάνω;», ὁ τυφλός ἀπάντησε μέ λαχτάρα: Κύριε, θέλω νά ἀποκτήσω τό φῶς μου. Ἐδῶ ὅμως προκύπτει ἕνα εὔλογο ἐρώτημα. Γιατί ὁ Κύριος ἐρώτησε τόν τυφλό τί θέλει; Ἀγνοοῦσε ὁ Κύριος τόν πόθο τοῦ τυφλοῦ; Ποιός τυφλός δέν θέλει τό φῶς του, τή σωτηρία του;

Ἀσφαλῶς ὁ Κύριος ἐγνώριζε τά πάντα. Ἔκανε ὅμως αὐτή τήν ἐρώτησι ὄχι διότι δέν ἐγνώριζε ὁ ἴδιος, ἀλλά διότι δέν τό καταλάβαιναν τά πλήθη. Ἦταν λογικό νά νομίζουν ὅλοι οἱ παρόντες ὅτι ὁ τυφλός ζητοῦσε χρήματα ἐνῶ ἐκεῖνος ζητοῦσε τό φῶς του. Ἤθελε λοιπόν ὁ Κύριος νά κάνῃ γνωστό σ’ ὅλα τά παρευρισκόμενα πλήθη ὅτι ὁ ζητιάνος τῆς πόλεώς αὐτῆς δέν ζητοῦσε χρήματα ἤ τροφή, ἀλλά ζητοῦσε κάτι τό ὑπερφυσικό, τό ἀκατόρθωτο σέ ἀνθρώπινες δυνάμεις· ὅτι ὁ τυφλός δέν ἦταν ἔνας ζητιάνος ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι, ἀλλά ἕνας ἄνθρωπος πού εἶχε πίστι μεγάλη, καί ζητοῦσε ἀπό τόν ἰατρό τοῦ κόσμου νά τόν θεραπεύσῃ.

Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας ἄλλος λόγος τῆς ἐρωτήσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος γνώριζε τόν πόθο τοῦ τυφλοῦ, ἤθελε ὅμως νά τόν ἀκούσῃ κι ἀπό τόν ἴδιο. Γιά νά διδάξῃ σέ ὅλους ἐμᾶς ὅτι ἄν καί γνωρίζει ὁ Θεός ὅλες τίς ἀνάγκες μας, θέλει νά τίς ἀκούῃ καί ἀπό τό δικό μας στόμα κατά τίς ὧρες τῶν προσευχῶν μας. Διότι ἐκθέτοντας τίς ἀνάγκες μας στόν Κύριο, ταπεινωνόμαστε ἐνώπιόν του, μαθαίνουμε στήν ὑπομονή καί τήν ἐπιμονή, ζυμωνόμαστε μέ τά δάκρυα καί τόν πόνο. Καί εἶναι ἀνάγκη νά περάσουμε ἀπό ὅλα αὐτά τά στάδια, διότι ἀλλιῶς εἴμαστε ἀνάξιοι νά λάβουμε τό θεῖο ἔλεος.

Ἄς ἐκφράζουμε λοιπόν στόν Κύριο ὅλους τούς πόθους τῆς καρδιᾶς μας, τά βάσανα καί τίς πίκρες μας, τά προβλήματά καί τά ὄνειρά μας, κι Ἐκεῖνος θά ἀπαντᾷ στά αἰτήματα τῶν καρδιῶν μας. Ὅπως ἔδωσε τό φῶς στόν τυφλό τῆς Ἱεριχοῦς, θά χορηγεῖ καί σέ μᾶς κατά τό πλούσιο ἔλεός του, ὅτι ἔχουμε ἀνάγκη καί θά μᾶς ὠφελήσῃ. Ἀρκεῖ νά μάθουμε νά ζητοῦμε, νά κραυγάζουμε, νά ἐπιμένουμε καί νά περιμένουμε.