(Λουκ. ιγ΄ 10-17)
1. ΚΑΘΕ ΚΥΡΙΑΚΗ
Ὁ Κύριος κάποιο Σάββατο ἐδίδασκε σέ μία συναγωγή. Ἐκεῖ ἀνάμεσα στό πλῆθος ἦταν καί μιά γυναῖκα ἡ ὁποία ἀπό δαιμονική αἰτία δεκαοκτώ χρόνια εἶχε τελείως κυρτωμένο τό σῶμα της σέ σημεῖο νά μή μπορεῖ νά σηκώσῃ καθόλου τό κεφάλι της. Ἡ γυναῖκα ὅμως αὐτή ἄν καί ἄρρωστη καί ταλαιπωρημένη, ἦταν πραγματικά παράδειγμα πίστεως καί εὐλαβείας. Διότι ἄν καί βασανίζονταν κάθε στιγμή καί ὥρα ἐπί δεκαοκτώ ὁλόκληρα χρόνια ἀπό τήν παραμορφωτική της αὐτή ἀσθένεια, δέν ἔχανε τήν πίστι της καί τήν ὑπομονή της, δέν ἀρνήθηκε οὔτε βλασφήμησε τόν Θεό, ἀλλά ἀντίθετα πήγαινε τό Σάββατο στή Συναγωγή γιά νά ἐπιτελέσῃ τά θρησκευτικά της καθήκοντα. Ἐνῷ εἶχε τόν κορμό τοῦ σώματός της διπλωμένο στά δύο, πρᾶγμα τό ὁποῖο καθιστοῦσε δύσκολη καί πολύ ἐπώδυνη κάθε μετακίνησι, καί εἶχε κάθε δικαιολογία νά λείπῃ ἀπό τήν Συναγωγή, αὐτή ὅμως δέν παρέλειπε τό ἱερό αὐτό καθῆκον.
Καί ἀποτελεῖ αὐτή ἡ ἄρρωστη γυναῖκα παράδειγμα γιά ὅλους μας. Διότι μᾶς διδάσκει νά μήν παραλείπουμε τό καθῆκον τῆς θείας λατρείας κάθε Κυριακή μέ τήν παραμικρή μας ἀδιαθεσία ἤ ἀσθένεια. Νά κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε ὥστε νά μή χάνουμε τόσο εὔκολα τήν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς. Νά προστρέχουμε στούς Ναούς μας μέ πόθο καί λαχτάρα ἱερή ξεπερνῶντας ὅσο εἶναι δυνατόν τίς δυσκολίες πού ἔχουμε.
2. ΠΡΙΝ ΤΟ ΖΗΤΗΣΟΥΜΕ
Μόλις ὁ Κύριος ἀντίκρυσε τήν συγκύπτουσα γυναῖκα, τήν φώναξε κοντά του, ἔβαλε ἐπάνω της τά πανάσπιλα χέρια του καί τῆς εἶπε: Γυναίκα, εἶσαι ἐλεύθερη πλέον ἀπό τήν ἀρρώστεια σου. Τήν ἴδια στιγμή ἡ γυναῖκα αὐτή ἐπανέκτησε τήν ὄρθία στάσι του σώματός της καί ἐδόξαζε τόν Θεό γιά τήν θεραπεία της.
Στό σημεῖο αὐτό ὅμως θά πρέπει νά προσέξουμε μιά λεπτομέρεια πού ἔχει μεγάλη σημασία: Ὁ Κύριος θεραπεύει τήν γυναῖκα αὐτή, ἐνῷ ἡ ἴδια δέν ζήτησε τήν θεραπεία της. Γιατί λοιπόν ὁ Κύριος τήν θεραπεύει πρίν αὐτή τό ζητήσῃ;
Πρωτίστως διότι τό ἔλεος τοῦ παναγάθου Κυρίου προτρέχει τῶν ἐπιθυμιῶν μας, μᾶς καταδιώκει, μᾶς προλαμβάνει καί μᾶς προσφέρεται κάποτε πρίν ἐμεῖς ἐκδηλώσουμε τήν ἐπιθυμία μας. Ἐπιπλέον ὅμως ὁ Κύριος προσφέρει τό ἔλεός του στήν βασανισμένη αὐτή γυναῖκα ἐπιβραβεύοντας τήν εὐλαβειά της καί τήν ἐπιθυμία της νά προσέρχεται στήν ἀκρόασι τοῦ θείου λόγου ἐνῷ ἦταν ἄρρωστη. Ἡ συγκύπτουσα πήγαινε στη Συναγωγή γιά νά ἀκούσῃ τό θεῖο λόγο, ζητοῦσε πάνω ἀπό ὅλα τήν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς της καί γι’αὐτό ὁ Κύριος τῆς ἐχάρισε καί τήν ὑγεία τοῦ σώματος.
Ὅταν λοιπόν φροντίζουμε πρῶτα ἀπό ὅλα γιά τήν ψυχή μας, ὅταν ἐπιθυμοῦμε τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός θά προσθέσῃ στη ζωή μας ἄπειρες δωρεές καί στά ὑλικά ζητήματά μας. Θά μᾶς ἀνακουφίζῃ καί θά μᾶς παρηγορεῖ στούς πόνους μας καί θά μᾶς χαρίζῃ ὅ,τι ἀγαθό ἔχουμε ἀνάγκη πάνω καί πέρα ἀπό τίς προσδοκίες μας.
3. Ο ΦΘΟΝΕΡΟΣ ΠΑΡΑΛΟΓΙΖΕΤΑΙ
Ὁ ἀρχισυνάγωγος ὅμως καθώς εἶδε αὐτό τό ἐκπληκτικό θαῦμα, γέμισε φθόνο καί κακία. Δέν ἄντεχε νά βλέπῃ τά βλέμματα τῶν ἀκροατῶν νά στρέφωνται μέ θαυμασμό στόν Κύριο κι αὐτός νά χάνῃ κάθε δόξα καί τιμή. Πῆρε λοιπόν τόν λόγο καί ἄρχισε νά διαμαρτύρεται προφασιζόμενος τήν κατάλυσι τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου. Καί ὁ Κύριος ξεσκεπάζει τήν ὑποκρισία τοῦ ἀρχισυναγώγου καί ἀποκαλύπτει ὅτι πίσω ἀπό τό πρόσχημα τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀργίας τοῦ Σαββάτου ὁ ἀρχισυνάγωγος ἔκρυβε φθόνο και μοχθηρία.
Ὁ φθόνος ὅμως αὐτός τοῦ ἀρχισυναγώγου εἶναι πλήρως ἀδικαιολόγητος καί ἡ συμπεριφορά του παράλογη. Εἶδε μπροστά του ἕνα ἐκπλητικό θαῦμα. Ἔπρεπε λοιπόν νά καταλάβῃ ἤ τουλάχιστον νά ὑποψιασθῇ ὅτι ὁ Κύριος δέν ἦταν ἁπλῶς κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ Μεσσίας Χριστός. Ἀλλά κι αὐτό ἀκόμη ἄν δέν μποροῦσε νά ἀντιληφθῇ, τουλάχιστόν θά ἔπρεπε νά παραδεχθῇ ὅτι τό θαῦμα ἔγινε μέ θεία δύναμι. Ἐφόσον ὅμως ἔγινε μέ θεία δύναμι, κατηγορῶντας ὁ ἀρχισυνάγωγος τό θαῦμα, οὐσιαστικά κατηγορεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό πού «καταλύει» τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου, ἐπιτελῶντας ἕνα θαῦμα τήν ἡμέρα αὐτή!
Ὁ παραλογισμός του ὅμως συνεχίζεται ἀκόμη περισσότερο. Διότι κατηγορεῖ τόν λαό ὅτι παραβιάζει τό Σάββατο, ἐνῷ καμμία σχέσι δέν εἶχε ὁ λαός μέ τό θαῦμα. Ἀλλά οὔτε καί ἡ γυναίκα ζήτησε τό θαῦμα, ἁπλῶς ἀνορθώθηκε ἀπό τήν θέσι της. Ἔπρεπε δηλαδή ἡ γυναίκα αὐτή νά διαμαρτυρηθῇ στόν Κύριο καί νά τοῦ πῇ: Μή μέ θεραπεύῃς σήμερα, Κύριε. Εἶναι Σάββατο καί δέν πρέπει νά γίνω σήμερα καλά. Ἔλα σέ παρακαλῶ αὔριο νά μέ θεραπεύσῃς!;
Αὐτός ὁ παραλογισμός τοῦ φθονεροῦ ἀρχισυναγώγου θά πρέπει πολύ νά προβληματίσῃ ὅλους μας. Καί νά μᾶς διδάξῃ ὅτι ὅταν οἱ ἄνθρωποι καταληφθοῦμε ἀπό τό ὀλέθριο πάθος τῆς ζήλειας, ὄχι μόνον δέν μποροῦμε νά δοῦμε τήν ἀλήθεια, ἀλλά παραλογιζόμαστε, καί ἀρρωσταίνουμε. Τότε ὅλοι μᾶς φταῖνε, ὅλα μᾶς φταῖνε. Γίνεται ἡ ζωή μας κόλασι. Ἄς εἴμαστε λοιπόν ἄγρυπνοι στό ὕπουλο αὐτό πάθος τοῦ φθόνου πρίν μᾶς καταλάβῃ καί μᾶς καταστρέψῃ.