(Ματθ. β΄13-23)
1. Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ
Κυριακή μετά τά Χριστούγεννα καί ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία μᾶς παρουσιάζει ὅλες ἐκεῖνες τίς συγκλονιστικές στιγμές τοῦ διωγμοῦ τοῦ νεογέννητου θείου βρέφους ἀπό τόν Ἡρώδη. Στιγμές πού ὁ ἀρχαίκακος καί ἀνθρωποκτόνος διάβολος κινεῖ ὅλες του τίς δυνάμεις, ἐγείρει θυμόν μέγα στόν δαιμονόπληκτο καί αἱμοσταγῆ Ἡρώδη, προκειμένου νά θανατώσῃ τόν τεχθέντα βασιλέα. Σ’αὐτές λοιπόν τίς φοβερές στιγμές τοῦ τρόμου καί τῆς ἀγωνίας, ὅπου αἱματοκυλίσθηκαν τά περίχωρα τῆς Βηθλεέμ ὁ μνήστωρ Ἰωσήφ καλεῖται ἀπό τόν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ νά σηκώσῃ ἐπάνω ὅλη αὐτή τήν ἀπρόσμενη καί σκληρή δοκιμασία καί νά γίνῃ ὁ προστάτης τοῦ θείου βρέφους.
Σήκω, Ἰωσήφ, τοῦ λέγει, παράλαβε τό παιδίον και τή μητέρα του και φύγε. Φύγε μακρυά, στήν Αἴγυπτο. Φύγε ἀμέσως, διότι ὁ Ἡρώδης ψάχνει νά βρῇ τό παιδίον γιά νά τό θανατώσῃ.
Μποροῦμε ἇραγε νά σκεφθοῦμε τήν ὥρα αὐτή πόσο δοκιμάσθηκε ἡ πίστι τοῦ Ἰωσήφ, τοῦ σώφρονος καί δικαίου; Ἀκούει ἀπό τόν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ ὅλα αὐτά καί δέν σκανδαλίζεται. Πρίν λίγους μῆνες ἄκουγε πάλι ἀπό ἄγγελο τοῦ Θεοῦ ὅτι τό παιδί πού θά γεννηθῇ ἀπό τήν Παρθένο Μαριάμ θά «σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν». Καί τώρα ἀκούει πάλι ἀπό ἄγγελο ὅτι αὐτός πού θά σώσῃ πρέπει νά σωθῇ διότι κινδυνεύει ἀπό τήν δολοφονική μάχαιρα τοῦ Ἡρώδη.
Ὁ Ἰωσήφ ὅμως οὔτε σκανδαλίζεται οὔτε διαμαρτύρεται, οὔτε ζητεῖ ἐξηγήσεις. Δέν λέει ἀπολύτως τίποτε. Ὑποτάσσεται στήν προσταγή τοῦ ἀγγέλου, σηκώνεται ἀμέσως μέσα στήν νύκτα, παραλαμβάνει τήν Θεοτόκο, καί τό παιδίον καί ἀναχωρεῖ ἀστραπιαία γιά τήν Αἴγυπτο. Καί ὁδοιπορεῖ τουλάχιστον δέκα ἡμέρες μέχρι νά φθάσῃ στά Αἰγυπτιακά σύνορα, ἔχοντας ἐπάνω του τήν εὐθύνη γιά τήν ἐκτέλεσι τῆς θείας ἐντολῆς καί τό φορτίο τῆς δοκιμασίας πού καλεῖται νά σηκώσῃ ὁ ἴδιος. Καί γίνεται φυγάς καί καταζητούμενος καί μετανάστης. Καί ὑπόδειγμα ὑπακοῆς καί ἀποδοχῆς τῆς δοκιμασίας. Διότι ὁ Ἰωσήφ ἦταν ἄνθρωπος πίστεως, ταπεινώσεως. Ἦταν σώφρων καί δίκαιος. Ὅπως λέγει ἕνα σχετικό τροπάριο ὁ Ἰωσήφ «δίκαιος ὑπάρχων, δικαίαις ὁδοῖς, τού δικαίου Δεσπότου πεπόρευται», γιά νά συνυπουργήσῃ, νά διακονήσῃ δηλαδή τό μέγα μυστηριο ἀπό τό ὁποῖο λυτρώθηκε ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος. Καί πορεύεται πρός τήν Αἴγυπτο «χαίρων καθυπείκων τοῖς θείοις προστάγμασιν». Σηκώνει τή δοκιμασία του αὐτή μέ χαρά καί μέ ὑπακοή.
Καί μᾶς διδάσκει ὁ σώφρων Ἰωσήφ, νά μήν ταρασσώμαστε κι ἐμεῖς ὅταν καλούμαστε νά βαστάξουμε κάποια δοκιμασία πού μᾶς καλεῖ ὁ Θεός νά σηκώσουμε. Ἀλλά νά τήν ὑπομένουμε μέ γενναιότητα, ταπείνωσι, πίστι καί χαρά. Διότι κι ἐμεῖς στό δρόμο μας εἶναι βέβαιο ὅτι θά συναντησουμε πειρασμούς καί ἐπιβουλές. Καί πολύ περισσότερο ὅσοι διακονοῦμε σέ κάποιο πνευματικό ἔργο, θά συνατήσουμε περισσότερους κινδύνους καί πειρασμούς πού κάποτε θά μᾶς φαίνονται σκληροί καί ἀνυπόφοροι. Σ’αὐτές λοιπόν τίς ὧρες τῆς δοκιμασίας, ἄς ἐμπνεόμαστε ἀπό τόν Ἰωσήφ τόν δίκαιο κι ἄς ζητοῦμε νά μᾶς μεσιτεύῃ καί γιά μᾶς, ὥστε νά βαστάζουμε μέ πίστι καί ὑπομονή τίς δοκιμασίες μας.
2. Ο ΔΙΩΚΤΗΣ
Πόσο σκληρό χαρακτῆρα εἶχε ὁ Ἡρώδης! Κατέσφαξε δεκατέσσερεις χιλιάδες νήπια χωρίς ἴχνος ντροπῆς, χωρίς καμμία ἀναστολή. Ἡ φιλαυτία του, ἡ φιλοδοξία του καί ἡ καχυποψία του τόν ἔκαναν νά μήν ὑπολογίζῃ τίποτε. Πρίν λίγο καιρό εἶχε δολοφονήσῃ τούς δύο γιούς του, φοβούμενος μήπως τοῦ πάρουν τό θρόνο. Καί τώρα πού ἄκουσε νά μιλοῦν γιά βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ, θά ὑπολόγιζε τά νήπια τῆς χώρας του;
Ὁ Ἡρώδης ἤθελε ὁπωσδήποτε νά θανατώσῃ τόν τεχθέντα βασιλέα. Ὅμως αὐτή του ἡ μανία ἦταν ἐξ’ ἀρχῆς ἀνόητη. Διότι τό πιό συνετό πού θά εἶχε νά κάνῃ ἦταν τό νά φοβηθῇ καί νά συμμαζευθῇ. Καί τό κυριότερο νά καταλάβῃ ὅτι προσπαθῇ νά τά βάλῃ μέ τόν Θεό. Διότι ἀκουσε ἀπό τούς μάγους ὅτι ἀστέρι προμήνυσε τήν γέννησι τοῦ παιδίου. Τοῦ εἶπαν καί οἱ ἀρχιερεῖς καί γραμματεῖς ὅτι οἱ προφῆτες προαναγγέλουν τήν γέννησι τοῦ Μεσσίου στή Βηθλεέμ. Ἔπρεπε λοιπόν ὁ Ἡρώδης τουλάχιστον νά προβληματισθῇ καί νά καταλάβῃ ὅτι κάτι τό ὑπερφυσικό συμβαίνει. Ὁ Θεός τοῦ ἔδωσε εὐκαιρίες καί τά κατάλληλα φάρμακα γιά νά συνετισθῇ. Ἀλλά ἡ ψυχή του ἀπό τά μεγάλα καί σκληρά πάθη εἶχε πλέον καταστῇ ἀνίατος. Καί ἀντί νά θεραπευθῇ σκληραίνει περισσότερο, αὐξάνει ἡ μανία του καί ἡ ἀφροσύνη του.
Ἀσφαλῶς μέτά τήν σφαγή τῶν νηπίων πολλοί θά ἐνόμιζαν πώς ὁ Ἡρώδης ἐνίκησε, ἐπέτυχε τόν σκοπό του. Πόσο διαφορετική ὅμως ἦταν ἡ πραγματικότητα! Ὁ τεχθείς βασιλεύς, ὁ βασιλεύς τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς ἦταν ὁ νικητής. Καί ὁ βασιλεύς Ἡρώδης εἶχε χάσει τήν μάχη, εἶχε χάσει καί τήν ψυχή του. Καί πλήρωσε πολύ ἀκριβά τήν σκληρότητά του καί τήν μανία του. Εἶχε ἕναν ἀπό τούς πιό φρικτούς θανάτους πού θά μποροῦσε νά ἔχῃ ἄνθρωπος. Ψηνόταν ἀπό ὑψηλό πυρετό, σφάδαζε στούς πόνους, ὑπέφερε ἀπό δυσεντερία, ἔγινε «σκωλήκων βρῶμα κάι δυσσωδία» καθώς σάπισαν μέλη τοῦ σώματός του. Καί μέ ἀφόρητη δύσπνοια καί τρόμο καί σπασμό τῶν μελῶν του ξεψύχησε ὁ διώκτης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός πού νόμισε ὅτι μπορεῖ νά τά βάλῃ μέ τόν Θεό. Τήν ἴδια κατάληξι ἔχουν συνήθως ὅλοι οἱ διῶκται τοῦ τεχθέντος βασιλέως. Πάντοτε ἀκούγεται καί γιά ὅλους αὐτούς τό οὐράνιο μήνυμα: «τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου». Μήν ταρασσόμαστε λοιπόν. Οἱ διῶκτες φεύγουν. Ὁ Χριστός μένει. Διότι εἶναι ὁ θεάνθρωπος νικητής τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας.